Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Προσοτσάνη
Από τον ιατρό και πρώην Δήμαρχο Προσοτσάνης Αθανάσιο Τριανταφυλλίδη
ΠΡΟΣΩΤΣΑΝΗ
Η Προσωτσάνη, κωμόπολη αριθμεί σήμερον περί τους 7.000 κατοίκους κείται εις τους νοτίους πρόποδες του Φαλακρού (Μποζ-δαγ) όρους. Πως προήλθε η ονομασία αυτής είναι άγνωστο. Μοναχός της Μονής Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου αναφέρει εις δημοσιευθέν φυλλάδιό του ότι, η αρχική ονομασία της ήτο Προσωψιανή εκ του πρόσω-όψις και την δικαιολογεί ότι «τω κατερχομένω εκ των στενών του Γρανίτου (Γκιουρετζίκ) προσπίπτει εις τα όμματά του η κωμόπολις αυτή».
Πότε ακριβώς εκτίσθη δεν είναι γνωστό, ουδενός στοιχείου υπάρχοντος. Ίσως να υπήρξαν στοιχεία, αλλά πάντα τα τοιαύτα κατεστράφησαν από τας αλλεπάλληλους επιδρομές των Βουλγάρων, οι οποίοι οσάκις επέδραμον εις την Ανατολική Μακεδονία κατέστρεφαν παν το Ελληνικό. Μόνο στοιχείο δεικνύον ότι, η παλιά εκκλησία των Εισοδείων της Θεοτόκου εκτίσθη το 1820, ευρέθη κατά την πυρκαγιά της εν λόγω εκκλησίας το 1948, όπου απεκαλύφθη πλάκα δεικνύουσα πότε εκτίσθη και ποιοι υπήρξαν οι κτίστες της. Εκ προφορικών όμως πληροφοριών από γενεά εις γενεά και εξ υπαρχόντων και την σήμερον παλαιών ερειπίων βυζαντινού ναού (Άγιος Παντελεήμων) εικάζεται ότι αυτή υπήρχε και επί Βυζαντινής εποχής. Τούτο τεκμαίρεται και εκ του γεγονότος ότι, όταν το 1910 εκτίζετο το περικαλλές οικοδόμημα του Α’ Δημοτικού Σχολείου, πρωτοβουλία του αείμνηστου εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου τότε Μητροπολίτου Δράμας, εις τα θεμέλια αυτού και εις βάθος δύο και πλέον μέτρων, ευρέθησαν πέτρινα μανουάλια, στύλοι στρόγγυλοι και νομίσματα χάλκινα και ένα χρυσό νόμισμα Θεοδοσίου του Μεγάλου. Εις την παλιά ερειπωμένη εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονος ήττον απέχει νοτιοδυτικώς της Προσωτσάνης περί τα δύο χιλιόμετρα υπάρχουν και θεμέλια Πύργων τίνα συνέχονται με τοιαύτα κείμενα βορείως της Προσοτσάνης εις την είσοδο της στενωπού του Γρανίτη, απεχόντων αλλήλων περί τα τρία χιλιόμετρα και τίνα φαίνονται Ρωμαϊκής εποχής. Τα αρχαιολογικά αυτά κτίσματα δεν έχουν μέχρι τούδε ερευνηθεί παρ’ ουδενός.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Προσωτσάνης υπήρξαν Τούρκοι 400 οικογένειες οι οποίοι και ήσαν ευκατάστατοι όλοι, με 4-5 βέηδες μεγάλους κτηματίες και 450 χριστιανικές, οι πλείστοι των οποίων ήσαν κολλήγοι των Τούρκων βέηδων. Οι χριστιανοί κάτοικοι μέχρι το 1880 ήσαν άπαντες Έλληνες, τότε δηλαδή κατά το 1880 υπό την πίεση της βουλγαρικής προπαγάνδας αποσχίστηκαν περί τις 150 οικογένειες και δήλωσαν βουλγαρική υπηκοότητα αποδεχθέντες το βουλγαρικό σχίσμα, όπερ εγένετο και εις τα γειτονικά χωριά της Προσωτσάνης. Της βουλγαρικής προπαγάνδας ηγείτο ο πρώην Έλληνας διδάσκαλος εξωμότης Χατζηγεώργης ονόματι, εκ Βώλακα καταγόμενου, τον οποίον η βουλγαρική προπαγάνδα τον εξαγόρασε και εις τον οποίο παρείχε άφθονα τα υλικά μέσα προς εξαγορά συνειδήσεων και συγκράτηση των αποσχισθέντων, δημιούργησαν αυτόν μάλιστα και καπνέμπορο. Ούτος καθ’ έκαστον έτος υπό το πρόσχημα πωλήσεως των καπνών του εις το εξωτερικό, ταξίδευε τακτικώς εις την Οδησσό της Ρωσίας και εκείθεν, επιστρέφων πλήρης χρημάτων που χρησιμοποιείτο δια την εξαγορά συνειδήσεων και άλλων κατοίκων των γειτονικών χωριών, Πετρούσης (Πλεύνας), Μικροπόλεως (Καρλίκοβας), Καλής Βρύσης (Γκόρνιτσας), Καλλιθέας (Εγρή-Δερέ), Κοκκινογείων (Κουμπάλιστας), δημιουργώντας εις όλες αυτές τις Κοινότητες πυρήνες δυνατούς σχισματικών Βουλγάρων.
Ο εν λόγω Χατζηγεώργης, όστις σημειωτέων τα παιδιά του Ιωάννης και Ηλίας μόρφωσε εις τα ελληνικά σχολεία της Θεσσαλονίκης και συντηρούσε τα εμπορικά του βιβλία ελληνιστή, εξελίχθη εις Γενικός Πρόεδρος και Διευθυντής της όλης βουλγαρικής προπαγάνδας της Ανατ. Μακεδονίας. Με ενέργεια και εισήγηση αυτού ιδρύθηκε εν Προσωτσάνη το 1901 και Μητρόπολη βουλγαρική με Βούλγαρο πρωτοσύγκελο αρχικομιτατζή, διευθύνοντα μετέπειτα τας κινήσεις και τα έργα των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Των πατέρα Χατζηγεώργη διαδέχθη εις τις προπαγανδιστικές ενέργειες ο νεότερος υιός του Ηλίας, εξελιχθείς εις φανατικότατο Βούλγαρο με υπολογίσιμο δράση, την οποία όμως ανέκοψε η ελληνική άμυνα. Τούτος καταφεύγοντας δια λόγους προσωπικής ασφάλειας εις την Ξάνθη, τον φόνευσε εντός της πόλεως Ξάνθης ο σήμερον βουλευτής Φλωρίνης κ. Μπινόπουλος. Ο σωρός του όμως μετακομίσθηκε και ετάφη εις τον οικογενειακό του τάφο εν Προσωτσάνη, εν μέσω κοπετών και θρήνων πλήθους βουλγαριζόντων της Προσωτσάνης και των προμνησθέντων χωριών, εκπεμπόταν αράς κατά παντός Έλληνα.
Μετά το σχίσμα του 1880 άρχισαν εν Προσωτσάνη και στα πέριξ χωριά, ένας τρομερός αλληλοεξοντωτικός διωγμός των κατοίκων, με επίκεντρα τις εκκλησίες και τα σχολεία, τίνα διεξήγαγαν αμφότερες οι παρατάξεις. Οι διαμάχες δια την απόκτηση των υπαρχόντων σχολείων και εκκλησιών, διήρκησε μέχρι το 1910 οπότε η Τουρκική Κυβέρνηση δια της Βουλής ψήφησε νόμο, όπως οι υπάρχουσες εκκλησίες και σχολεία θα ανήκουν εις την πλειοψηφία των κατοίκων εκάστου χωριού, δια δε τας μειονότητας θα κτίζονται νέα τοιαύτα, δια εξόδων του Τουρκικού κράτους.
Κατά τους αγώνες αυτούς οίτινες εκτραχύνθηκαν κατά τα επόμενα του σχίσματος έτη, υπερτερούν πάντοτε οι Έλληνες κάτοικοι όλων των μικτών χωριών. Φανατικοί πρωτοστάτες εις την εμμονή εις τα πάτρια και τα εθνικά μας ιδεώδη ανεδείχθησαν οι αείμνηστοι Ιωάννης Παπαοικονόμου ιερεύς, Νικόλαος Λιάμης ιατρός, Γεώργιος Βουλτσιάδης, εν συνεχεία οι νεότεροι αείμνηστοι επίσης, Κων/νος Ράγιας, Λεωνίδας Βουλτσιάδης, Χατζηλεωνίδας Στοϊμένου, Γιαννάκης Βασιλείου ή Νάκας, Γεώργιος Κωνσταντίνου ή Φαβρικάνος, Αδάμ Μακρής, Ιωάννης Καραγιάννης, Γεώργιος Τριανταφυλλίδης διδάσκαλος, πατήρ του ιατρού Αθανασίου Τριανταφυλλίδη, διδάξας επί 44 συναπτά έτη τα ελληνικά γράμματα, την ελληνική παιδεία, το ελληνικό φρόνημα εις τας επαρχίας Δράμας, Ζιχνών και Νευροκοπίου, Χαράλαμπος Λαδιάς, Κώττας Νάκου, Νικόλαος Κατσιγιάννης ή Κολιαμάνης κ.α. και οι ζώντες την σήμερον Κων/νος Κατσιγιάννης και Παπαδημήτριος Νάκας Αρχιμανδρίτης. Άπαντες αυτοί διετέλεσαν εκ περιτροπής έφοροι σχολείων, εκκλησιαστικοί επίτροποι, πρόεδροι της Ελληνικής Κοινότητας (Κοτζαμπάσηδες, Δημογέροντες κτλ) και οι υπέρ των εθνικών ιδεωδών αγώνες των με χαραγμένων εις την ψυχή των το έμβλημα της Μεγάλης Ιδέας, υπήρξαν τόσο ιδανικοί και σθεναροί παρά την αμορφωσιά των περισσοτέρων, ώστε δίκαιο είναι ως φόρος τιμής, να μείνουν τα ονόματά των εις την ιστορία.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του εθνικού μένους των Ορθοδόξων Ελλήνων της Προσωτσάνης αναφέρω το κάτωθι γεγονός. Είχε αποθάνει κατά το 1903 Βούλγαρος ιερεύς της Προσωτσάνης και ούτος είχε ταφεί υπό την προστασία του Τούρκου αστυνόμου εις τον περίβολο της ελληνικής εκκλησίας, όπισθεν του ιερού. Τούτο θεώρησαν οι τότε Έλληνες πρόκριτοι της Προσωτσάνης αείμνηστοι Κων/νος Ράγιας και Χατζηλεωνίδας Στοϊμένου ως βεβήλωση και δια εντόνων ενεργειών τους, μέχρι Κωνσταντινουπόλεως όπου μετέβησαν ειδικώς, έφεραν διαταγή της Τουρκικής Κυβερνήσεως να εξαχθεί εκ του τάφου το από 8ημέρου ταφών πτώμα του ιερέως και να ταφεί εις το βουλγαρικό νεκροταφείο, όπερ και εγένετο υπό την εποπτεία του Τούρκου μουδίρη (Έπαρχου) και Τούρκου αστυνόμου, προς γενική των πάντων κατάπληξιν.
Οι μεταξύ των Ορθοδόξων Ελλήνων και σχισματικών Βουλγάρων αγώνες και ανταγωνισμοί οι οποίοι άρχισαν από του σχίσματος ήτοι από το 1879, συνεχίστηκαν με αύξουσα ορμητικότητα μέχρι το 1902 οπότε οι αγώνες ούτοι προσέλαβαν αιματηρή μορφή, δια της εμφανίσεως Βουλγάρων Κομιτατζήδων οι οποίοι προς τρομοκράτηση των Ελλήνων, άρχισαν να φονεύουν δολοφονικώς τους προκρίτους Έλληνες εκάστου χωριού. Ούτω το 1902 δολοφόνησαν εις το χωριό Βώλακα τον Γεώργιο Σίνδο και άλλους. Ομοίως το 1902 ημέρα του Αγίου Δημητρίου δολοφόνησαν τον πρόκριτο Πετρούσης Αθανάσιο Βαλαβάνη μετ’ άλλων ομοχώριών του. Το 1905 εν μια και την αυτή ημέρα ήτοι την 20η Ιουλίου ήτις θεωρείται ως ημέρα της βουλγαρικής επαναστάσεως και ως τοιαύτη εορτάζεται παρ’ αυτών και μέχρι τη σήμερον, οι Κομιτατζήδες δράσανε ταυτοχρόνως εις τα χωριά Πετρούσα, Καλλιθέα, Καλή Βρύση και Δράμα φόνευσαν πολλούς των προκρίτων Ελλήνων, εν Καλλιθέα τους αδελφούς Κομβοκαίους μετά των συζύγων των, εν Καλή Βρύση τον Ι. Παπαοικονόμου, εν Δράμα τον καπνέμπορο Γ. Παπαδημητρίου.
Η τρομοκρατική αυτή κατάσταση δια τον τότε ελληνισμό εξήγειρε την εθνική φιλοτιμία των απανταχού Ελλήνων και προς γενική ανακούφιση και εθνική υπερηφάνεια, ηκούσθη η δημιουργία εστίας Εθνικής Αντιστάσεως.
Τότε το πρώτο ανηγγέλθη η παρουσία εν Μακεδονία του Σώματος του αειμνήστου Παύλου Μελά ως και άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών. Στους Νομούς Δράμας και Σερρών έδρασαν ως αρχηγοί Σωμάτων ο καπετάν Δούκας εκ Σερρών με υπαρχηγό εκ Καλής Βρύσης Ιωάννη Μάρτζιου και ο καπετάν Τσάρας, τότε υπολοχαγός του πυροβολικού Κων/νος Νταής νυν στρατηγός εν αποστρατεία, όστις το πρώτο ενεφανίσθη εν Προσωτσάνη ως διευθυντής των σχολείων Προσωτσάνης υπό το ψευδώνυμο Ευστράτιος Σπιναρίδης. Υπό τη διεύθυνση αυτού εργάστηκε και ο υποφαινόμενος ως διδάσκαλος επί 40 μόνο ημέρες, δραπετεύσας εκ Θεσσαλονίκης εις Αθήνας συνεπεία λυσσώδης διώξεώς μου εκ μέρος των Βουλγάρων συμπατριωτών μου δια καταγγελία μου φύσεως εθνικής εκ του εν Προσωτσάνη αρχιερατεύοντος Βουλγάρου πρωτοσύγκελου, όστις ήτο η ψυχή και ο κατευθύνων νους των Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Είναι γνωστοί οι επιτυχείς εθνικοί αγώνες των διαφόρων ελληνικών αντάρτικων Σωμάτων τίνα τελείως αναχαίτισαν τη βουλγαρική προπαγάνδα μέχρι το 1908 όταν κηρυχθέντος του τουρκικού Συντάγματος τα πάντα σταμάτησαν.
Ο ιατρός
(Υπογραφή)
Σημείωση: Την παρακάτω επιστολή υπογράφει ο πρώην Δήμαρχος Προσοτσάνης και ιατρός Αθανάσιος Τριανταφυλλίδης, αλλά δεν γνωρίζουμε τον παραλήπτη της καθώς και τον ακριβή χρόνο που εγγράφει διότι δε διασώθηκε το διαβιβαστικό της έγγραφο. Πιθανότατα όμως, είχε αποδέκτη τον Νομάρχη Δράμας, γιατί γνωρίζουμε ότι τα έτη 1951-2 ζήτησε με έγγραφά του απ’ όλες τις Κοινότητες & Δήμους του νομού, τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τη δράση των κατοίκων τους την περίοδο του «Μακεδονικού Αγώνα». Η πρωτότυπη επιστολή φυλάσσεται στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.) στη Θεσσαλονίκη, από το οποίο ζητήσαμε και λάβαμε φωτοαντίγραφό της και τη δημοσιεύσαμε στην εφημερίδα «ΗΩΣ» τον Οκτώβριο & Δεκέμβριο 2011 αρ. φύλλων 65 & 66.