Η 2η Βουλγαρική κατοχή Γεωργιάδης Ν.
Από τον Νικόλαο Θ. Γεωργιάδη
Η δεύτερη βουλγαρική κατοχή στην περιοχή της Δράμας (1916-1918)
Η δεύτερη βουλγαρική κατοχή κατά την περίοδο 1916-1918 είναι μία επιμελώς αποσιωπημένη πτυχή της δραμινής ιστορίας και σκοπός της σημερινής εκδήλωσης είναι να ευαισθητοποιηθούν οι συμπατριώτες μας ώστε να γνωρίσουν την αλήθεια για αυτό το άγνωστο κομμάτι της τοπικής μας ιστορίας. Πριν από εκατό χρόνια λοιπόν οι Βούλγαροι με εκτοπίσεις, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες ανδρών, με απαγωγές παιδιών, με βιασμούς γυναικών, με τη λεηλασία περιουσιών και την πείνα για όλους τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας επιχείρησαν να αλλοιώσουν την εθνολογική εικόνα της περιοχής με σκοπό στη συνέχεια να την προσαρτήσουν στο κράτος τους. Τραγική συνέπεια αυτής τους της τακτικής: πάνω από 45.000 θύματα που δεν χάθηκαν σε μάχες πολέμου αλλά σε κατάσταση κατοχής, υπήρξαν δηλαδή περισσότερα θύματα και από την πρώτη (1912-1913) και από την τρίτη (1941-1944) βουλγαρική κατοχή. Η κατοχή όμως της περιόδου 1916-1918 δεν ήταν μόνον συνέπεια της εθνικιστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Βουλγάρων και της πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης των Αγγλο-Γάλλων προς τους Έλληνες για την είσοδό τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και της εγκληματικής στάσης των δύο πρωταγωνιστών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η προσφορά της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βουλγάρους για έξοδο στο Αιγαίο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με αντάλλαγμα μικρασιατικά παράλια, αλλά και η ανοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην εισβολή των Βουλγάρων επειδή ήταν πλέον σύμμαχοι των Γερμανών συνιστούν προδοτική στάση έναντι των Ανατολικομακεδόνων. Τότε κανείς δεν επιχείρησε να τους απελευθερώσει, κανείς δεν τόλμησε να οργανώσει αντιστασιακές ομάδες όπως στον Μακεδονικό Αγώνα. Ύστερα επήλθε η ένοχη σιωπή από ελληνικής πολιτικής πλευράς, η αποσιώπηση των γεγονότων για την αποποίηση των ευθυνών. Σήμερα καμιά στήλη μνήμης πλην της Χωριστής δεν υπάρχει στην περιοχή της Δράμας, όπως και καμιά αναφορά σε ιστορικά συνέδρια, εκτός από τις τρεις ημερίδες που έγιναν το 2010 στη Χωριστή και το 2011 στην Παλαιά Βουλή στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού η Ελλάδα συγκλονίστηκε από τη διαμάχη ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο, που επιθυμούσε την ουδετερότητα που συνέφερε τη Γερμανία, και στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που επιθυμούσε τη συμμετοχή των Ελλήνων στον Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλο-Γάλλων ελπίζοντας στη νίκη τους και στα πιθανά μεταπολεμικά οφέλη για την Ελλάδα. Για την προσέλκυση της Βουλγαρίας σε συμμαχία με τους Αγγλο-Γάλλους ο Βενιζέλος δέχτηκε σε διαπραγματεύσεις την απόδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία για να εισέλθει και αυτή στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ και να λάβει η Ελλάδα αντισταθμιστικά μία παράλια ζώνη στη Μικρά Ασία. Σε αυτό όμως το ενδεχόμενο αντέδρασε ο λαός της πόλης της Δράμας διοργανώνοντας στις 26 Ιουλίου 1915 πάνδημο συλλαλητήριο, στο οποίο συμμετείχε η Φιλαρμονική της Τσατάλτζας, σύμφωνα με έγγραφο από το αρχείο του συλλόγου. Τελικά η Βουλγαρία επέλεξε με στρατιωτική σύμβαση στις 6 Σεπτεμβρίου 1915 να συμμαχήσει με τη Γερμανία.
Στα πλαίσια αυτής της συμμαχίας, αλλά και εξαιτίας της αποβίβασης αγγλο-γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915, γερμανο-βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν με παράδοση το οχυρό Ρούπελ επί κυβέρνησης Στέφανου Σκουλούδη το Μάιο του 1916. Ακολούθως στις 5 Αυγούστου 1916, αφού ζητήθηκε και έγινε αποδεκτό από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον μετριοπαθή πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, γερμανο-βουλγαρικά στρατεύματα προωθήθηκαν παράλληλα με το Στρυμόνα και μέχρι τα τέλη του μήνα ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας. Στις 6 Αυγούστου 1916 η 10η Μεραρχία Αιγαίου του Βουλγαρικού Στρατού έφτασε στην περιοχή της Δράμας, όπου έδρευε η 5η Μεραρχία (2.000 στρατιώτες) με διοικητή τον συνταγματάρχη Λάμπρο Σινανιώτη, και για δεύτερη φορά μετά το 1912/3 άρχιζε κατοχή της περιοχής μας από τους Βουλγάρους. Δύο μέρες αργότερα έφτασε στη Δράμα ο νέος νομάρχης της Νικόλαος Μπακόπουλος, ο οποίος ανέφερε σε Έκθεσή του: ότι οι Βούλγαροι εκδιώκουσι τας Ελληνικάς αρχάς, φονεύουσιν χωροφύλακας και πολίτας, ότι διαρπάζουσι περιουσίας και ότι το παν είναι εις την διάθεσιν των μετά του Βουλγαρικού στρατού συνεργούντων Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Από την άλλη πλευρά, τα αγγλο-γαλλικά στρατεύματα ανατίναξαν τις γέφυρες του Στρυμόνα και του Αγγίτη αποκόπτοντας έτσι το λαό της Ανατολικής Μακεδονίας από την υπόλοιπη Ελλάδα και παραδίδοντάς τον ουσιαστικά όμηρο στους Βουλγάρους για να προκληθεί αντίδραση του ελληνικού λαού κατά του βασιλιά και της κυβέρνησης. Τελικά οι Αγγλο-Γάλλοι μέσω αποκλεισμού, βομβαρδισμών και αφοπλισμού στρατιωτών αλλά και μετά από συγκρούσεις στον Πειραιά και την Αθήνα ενίσχυσαν τους Βενιζελικούς της Εθνικής Άμυνας έτσι ώστε να καταλάβουν την εξουσία για να κηρύξουν το 1917 τον πόλεμο κατά των Γερμανο-Βουλγάρων.
Τον Αύγουστο του 1916 ο διοικητής της 7ης Μεραρχίας και του Δ΄ Σώματος Στρατού συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος διέταξε την παράδοση 430 αξιωματικών και 6.100 στρατιωτών στους Γερμανούς, μετά από εντολή του βασιλιά Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης να μην προβάλει αντίσταση. Οι παραπάνω ένστολοι Έλληνες συγκεντρώθηκαν και τέθηκαν υπό περιορισμόν στη Δράμα και από εκεί αναχώρησαν το Σεπτέμβριο του 1916 σιδηροδρομικώς για το Görlitz της Γερμανίας, όπου παρέμειναν υπό καθεστώς τιμητικής αιχμαλωσίας μέχρι το τέλος του πολέμου, και επέστρεψαν στην Ελλάδα στις αρχές του 1919. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1916 εισήλθε στη Δράμα το τμήμα της 5ης Μεραρχίας του Τουρκικού Στρατού και στις 11 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο υποστράτηγος Τάνεφ ανέλαβε τη διοίκηση της νεοσύστατης βουλγαρικής στρατιωτικής επιθεώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας με επιτελάρχη τον Γερμανό ίλαρχο Putkammer.
Από την έναρξη της κατοχής οι Βούλγαροι εφάρμοσαν ένα οργανωμένο σχέδιο βίαιου αφελληνισμού της περιοχής μας. Βούλγαροι ιερείς τοποθετήθηκαν στις εκκλησίες των χωριών βορείως της Δράμας. Βούλγαροι δάσκαλοι αντικατέστησαν τους απολυμένους Έλληνες εκπαιδευτικούς. Σε όλα τα χωριά του Νομού κατήργησαν τις δημόσιες, δημοτικές και αστυνομικές αρχές και διόρισαν βουλγαρικές αρχές, ενώ χρησιμοποιούσαν σφραγίδες με την επιγραφή Βασίλειον της Βουλγαρίας. Δεν εισπράττονταν φόροι από το ελληνικό κράτος και δεν αποστέλλονταν από την Αθήνα οι μισθοί όσων δημοσίων υπαλλήλων παρέμεναν στη θέση τους λόγω του αποκλεισμού της περιοχής μας. Τα σημερινά Εκπαιδευτήρια της Δράμας χρησιμοποιήθηκαν ως χώρος βασανισμού των Δραμινών που συλλαμβάνονταν αναίτια. Επίσης, οι Βούλγαροι προχώρησαν στην επίταξη τροφίμων προκαλώντας πείνα που επέφερε χιλιάδες θύματα ανάμεσα στους Δραμινούς, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία. Σύμφωνα με τη Μακεδονία της 20ής Αυγούστου 1916: Οι Βούλγαροι εις Δράμαν επιτάσσουν τα σιτηρά, η δε πόλις είναι πανταχόθεν αποκεκλεισμένη. Οι διώξεις σε βάρος των Ελλήνων εντάθηκαν όταν στις 16 Μαρτίου 1917 οι Βούλγαροι εγκατέστησαν Στρατοδικείο στη Δράμα, όπου εκδικάζονταν όλες οι υποθέσεις της κατεχόμενης Ανατολικής Μακεδονίας. Στις 27 Μαρτίου 1917 μία ομάδα Βούλγαρων κομιτατζήδων με αρχηγό τον Πανίτσα αφαίρεσε από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Αχειροποιήτου-Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου ιερά σκεύη και κειμήλια αλλά και 259 χειρόγραφα, τα οποία μεταφέρθηκαν στη Σόφια.
Από τις 22 Ιουνίου 1917, η συμμαχία του Ελευθέριου Βενιζέλου με τους Αγγλο-Γάλλους και η κήρυξη πολέμου κατά των Γερμανο-Βουλγάρων οδήγησε, εκτός από τους 6.500 Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονταν από το 1916 σε τιμητική αιχμαλωσία λόγω της ανοχής του βασιλιά Κωνσταντίνου, στην πολιτική αιχμαλωσία 42.000 Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας, ανδρών ηλικίας 17-55 ετών, που εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία (Άνω Τζουμαγιά, Βάρνα, Κάρνομπατ, Σεσλίεβο, Σούμλα, Στάρα Ζαγόρα, Φιλιππούπολη) αλλά και στο Γκόστιβαρ και το Κίτσεβο των Σκοπίων. Σύμφωνα με έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας και την Έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής που κατέγραψε τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία 12.000 περίπου από αυτούς τους Έλληνες εξοντώθηκαν εξαιτίας της εξαντλητικής εργασίας και των δολοφονιών και άλλοι 16.000 κατέφυγαν πέραν του Στρυμόνα για να σωθούν. Να σημειωθεί ότι τα θύματα της βουλγαρικής κατοχής δεν ήταν μόνον γηγενείς της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά και Θρακιώτες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και το Ορτάκιοϊ που είχαν εγκατασταθεί κυρίως στην πόλη της Δράμας μέχρι το 1914, όπως επίσης και πρόσφυγες από τη Δυτική Θράκη που ήλθαν πριν το 1916 καθώς και αυτή η περιοχή τελούσε υπό βουλγαρικό έλεγχο από το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Στους πίνακες των ομήρων κατοίκων του Δοξάτου που δημοσίευσαν το 2014 οι Δημήτρης Πασχαλίδης και Χρίστος Φαράκλας υπάρχουν πολλοί όμηροι που γεννήθηκαν στο Σουφλί, το Κιρκάς, τις Φέρες, την Αλεξανδρούπολη και το Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ και στη Χωριστή υπήρχαν πρόσφυγες από τη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης, σύμφωνα με τον Δημήτρη Πασχαλίδη: Ιδιαίτερα δοκιμάστηκαν οι είκοσι περίπου προσφυγικές οικογένειες της Ανατολικής Θράκης που εγκαταστάθηκαν στην Τσατάλτζα κατά τα έτη 1914 και 1915). Το δράμα των Δραμινών αλλά και των κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας γενικότερα τελείωσε με τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και την απελευθέρωση της περιοχής της Δράμας από τμήματα της 1ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού στις 29 Σεπτεμβρίου 1918.
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι φέτος, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής στην περιοχή μας, ο Σεβασμιώτατος μητροπολίτης μας αφιέρωσε το ημερολόγιο της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας στη μνήμη των θυμάτων της μαρτυρικής εκείνης περιόδου. Ελπίζουμε τον επόμενο χρόνο, το 2017, να πραγματοποιηθεί θεματικό συνέδριο στην πόλη μας για την περίοδο 1916-1918, ώστε να διερευνηθεί διεξοδικά αυτή η άγνωστη πτυχή της τοπικής μας ιστορίας. Οφείλω τέλος να τονίσω ότι αυτός που πρώτος ασχολήθηκε από το 1980 με την έρευνα της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής και ανέδειξε το 1994 στη Β΄ Επιστημονική Συνάντηση, η Δράμα και η περιοχή της, Ιστορία και Πολιτισμός τις θυσίες των κατοίκων της Χωριστής αλλά και ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας, είναι ο Δημήτρης Πασχαλίδης, ο δάσκαλος και σχολικός σύμβουλος με τη μεγάλη προσφορά στην εκπαίδευση στο Νομό μας, ο ερευνητής που σήμερα τιμήθηκε ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας μας, ο άνθρωπος που με τιμά με τη φιλία του από το 2001 και τον ευχαριστώ από καρδιάς, όπως και όλους εσάς για την παρουσία και την προσοχή σας.