Greek Albanian Bulgarian Czech Dutch English Estonian Finnish French German Icelandic Irish Italian Norwegian Portuguese Russian Slovenian Spanish Swedish Turkish
Εφημερίδα ΗΩΣ
Είσοδος μελών



  

Επισκέπτες
Έχουμε 15 επισκέπτες συνδεδεμένους

Η 2η Βουλγαρική κατοχή 1916-18 στην Αν. Μακεδονία

Από τον Ιωάννη Αραμπατζή

Το ίδρυμα Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας και ο πρόεδρός του Νικόλαος Ρουδομέτωφ, έφεραν στο φως της δημοσιότητας τα πρακτικά της Διεθνούς Επιτροπής, παρουσιάζοντάς τα σε τρεις τόμους (Καβάλα, Δράμα, Σέρρες), οι οποία είχε επιφορτισθεί με το έργο της διεξαγωγής ανακρίσεων σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, όταν οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αναίμακτα την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου (1916-18). Η έρευνα της Διεθνούς Επιτροπής, έχει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικότητας και της σοβαρότητας, ώστε να αποτελέσει μια ισχυρή και αδιάβλητη βάση για τη μελέτη της τοπικής μας ιστορίας κατά την περίοδο αυτή. Οι ομαδικές καταδίκες σε θάνατο από ασιτία ολόκληρων πόλεων και οικισμών, μπορούν να χαρακτηριστούν ως γενοκτονία εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Ανατ. Μακεδονίας, όπως και παιδομάζωμα, οι απαγωγές μικρών παιδιών και η κατακράτησή τους στη Βουλγαρία και μετά τη λήξη του πολέμου. Πρέπει επίσης να ερευνηθεί, η τύχη των εγκληματιών πολέμου που σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, παραπέμπονταν να δικαστούν από Διεθνές Δικαστήριο.

Η 5μελής Διεθνής Επιτροπή αποτελούνταν από τους: Κων/νο Βασιλείου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως πρόεδρο, τον Γάλλο Υπολοχαγό Ζωρζ Ντυτίλ ως γενικό εισηγητή, τον Άγγλο Λοχαγό Ρέτζιναλντ Στρόλογκο, τον Σέρβο Ταγματάρχη Γκιβουάν Ράμπιτς και τον Αιμέ Κουϋπέρ γενικό πρόξενο του Βελγίου στη Θεσσαλονίκη. Η Επιτροπή άρχισε το έργο της από την Καβάλα την 11-2-1919 και συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι την 21-4-1919. Κατά την εκπλήρωση του καθήκοντος απεβίωσε από εξανθηματικό τύφο ο πρόεδρος Κων/νος Βασιλείου (2-3-1919) και ο Σκουλούδης (3-3-1919), εισαγγελέας, γραμματέας του γενικού εισηγητή οι οποίοι αντικαταστάθηκαν (11-3-1919) από τους Εμμανουήλ Τσιριμωνάκη, πρόεδρο του πολιτικού δικαστηρίου των Σερρών και τον εισαγγελέα Μ. Στεφανίτση, αντίστοιχα. Η Επιτροπή περιήλθε την Ανατ. Μακεδονία στο βαθμό που το επέτρεψαν οι συνθήκες (σε 339 από 439 πόλεις και χωριά) και έλεγξε επί τόπου όλες τις καταγγελίες που της ετέθησαν.

Με το πρόσχημα της ασφάλειας, οι βουλγαρικές αρχές συλλαμβάνανε και φυλακίζανε όσους δεν συνεργάζονταν μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης, αφήνονταν νηστικοί για πολλές ημέρες και ξυλοκοπούνταν άγρια. Πολλοί ήταν εκείνοι που υπέκυψαν στα βασανιστήρια ή έμειναν ανάπηροι, ενώ τα πτώματα ορισμένων ανακαλύφθηκαν μισοθαμμένα ή πεταγμένα σε πηγάδια. Απαγορεύονταν η κυκλοφορία από το ένα χωριό στο άλλο. Μόλις σκοτείνιαζε, απαγορεύονταν η έξοδος από το σπίτι και ο παραμικρός φωτισμός. Οι κλοπές, λεηλασίες, φόνοι και οι απαγωγές ανθρώπων πολλαπλασιάζονταν συνεχώς. Όσοι είχαν κάποια περιουσία τύχαιναν ιδιαίτερων μέτρων ώστε να εξαναγκαστούν να πληρώσουν για να αφεθούν ήσυχοι. Οι κάτοικοι αναγκάζονταν να δώσουν χρήματα για να αποκτήσουν άδεια ταξιδιού, να απαλλαγούν από την καταναγκαστική εργασία, να μην φυλακισθούν, βασανιστούν, να βγουν από την φυλακή κλπ. Ο αριθμός των μαρτυριών που κατατέθηκαν στην Επιτροπή για βιασμούς από μέρος των Βούλγαρων στρατιωτών ήταν μεγάλος. Πολλές φορές μάλιστα συνοδεύονταν και από ξυλοδαρμούς ή θανάτους όσων αντιστέκονταν. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός παιδιών απήχθηκαν και στάλθηκαν στη Βουλγαρία. Στα ορφανοτροφεία που ίδρυσαν στην Ελλάδα, συγκέντρωναν παιδιά που η πείνα και οι δολοφονίες κατέστησαν ορφανά και τα προωθούσαν στη Βουλγαρία. Έτσι αποεθνικοποιήθηκε απροσδιόριστος αριθμός ορφανών. Ακόμη, θύματα λεηλασιών από βουλγαρικές συμμορίες σε συνεργασία με τον Βούλγαρο αρχαιολόγο Μ. Sisch υπέστησαν το Ιμαρέτ Καβάλας και τα μοναστήρια της Εισοσιφοίνισσας Παγγαίου, του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, των Σαράντα Εκκλησιών του Μελενίκου, όπου Εκκλησιαστικοί και αρχαιολογικοί θησαυροί εκλάπησαν και εξαφανίστηκαν.

Πρώτη ενέργεια της βουλγαρικής διοίκησης ήταν να κατασχέσει όλη την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Ο πληθυσμός κράτησε μόνο μια μικρή ποσότητα σιτηρών, που δεν αρκούσε να καλύψει τις ανάγκες του. Έγινε επίταξη όλων των ζώων μεταφοράς, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στην αγροτική παραγωγή και στο εμπόριο. Σπίτια και καταστήματα ιδιοκτητών που είχαν εγκαταλείψει την περιοχή, κατασχέθηκαν. Δεν έφτανε η δήμευση όλων των δημοσίων και ιδιωτικών αγαθών, η βουλγαρική διοίκηση επέβαλε τη χρήση του δικού της χαρτονομίσματος (λέβα) με την ισοτιμία ένα προς ένα, παρότι η δραχμή είχε την διπλάσια αξία. Επίσης, ο Υπουργός Οικονομικών της Βουλγαρίας με διάταξή του την 3-3-1917 όριζε ότι οι κάτοικοι που θα αγοράζουν αγαθά από το βουλγαρικό Κράτος, θα το πληρώνουν σε χρυσό νόμισμα. Παρόμοια καταλήστευση πραγματοποιήθηκε και στα χρήσιμα για τον πόλεμο αγαθά (χαλκό, βαμβάκι, μαλλί) που αντάλλαζε η βουλγαρική διοίκηση με τους πεινασμένους κατοίκους, δίνοντάς τους μικρές ποσότητες καλαμποκιού. Η Επιτροπή κατά το πέρασμά της από την Δράμα, είχε την ευκαιρία να δει αποθήκες γεμάτες με τα συγκεντρωμένα χάλκινα αντικείμενα καθώς και μπάλες βαμβάκι που δεν πρόλαβαν να πάρουν οι Βούλγαροι κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή.

Στερώντας από τους κατοίκους της Ανατ. Μακεδονίας όλη τη σοδειά και τα εφόδιά τους, η βουλγαρική διοίκηση προέβαινε σε μια πολύ σοβαρή πράξη, στη λιμοκτονία του πληθυσμού. Όλα τα είδη διατροφής εξαφανίστηκαν από την αγορά και οι τιμές τους ανέβηκαν σε αστρονομικά ύψη. Πολυάριθμοι θάνατοι από ασιτία σημειώθηκαν πρώτα στις πόλεις και έπειτα και στα χωριά. Οι πεινασμένοι έτρωγαν νεκρά ζώα, σκύλους, γάτες, χελώνες, φίδια, αγριόχορτα, ρίζες φυτών. Η βουλγαρική Κυβέρνηση γνώριζε καλά για τη λιμοκτονία αφού μάθαινε τα γεγονότα από τις αναφορές των στρατιωτικών εκπροσώπων της αλλά και από των Ελλήνων, όπως των Νομαρχών της Δράμας και των Σερρών που αλληλογραφούσαν με την ελληνική Πρεσβεία στην Σόφια εκλιπαρώντας βοήθεια. Επίσης, η ελληνική Κυβέρνηση υπέβαλλε πολύ συχνά έγγραφες διαμαρτυρίες στην Κυβέρνηση της Βουλγαρίας, αλλά δεν εισακούονταν.

Η Επιτροπή επίσης διαπίστωσε, την καταστροφή ακινήτων (σπίτια, αποθήκες) με στόχο την ξυλεία των κτισμάτων για την κατασκευή χαρακωμάτων και για καυσόξυλα. Οι ένοικοι διώχνονταν βίαια χωρίς τη δυνατότητα να σώσουν την περιουσία τους (ζώα, σοδιά, οικοσκευή) η οποία έπεφτε στα χέρια του κατακτητών. Συνολικά ισοπέδωσαν 94 ολόκληρα χωριά όπως την Κ. Τζουμαγιά (Κ. Ηράκλεια Σερρών) με πληθυσμό 6.000 κατοίκων. Από το οχυρό Ρούπελ μέχρι την εκβολή του Στρυμόνα αλλά και στην παραθαλάσσια ζώνη μεταξύ Στρυμόνα-Νέστο κατασκευάστηκαν οχυρωματικά έργα για τον φόβο επίθεσης της Ελλάδας και των συμμάχων της από τη θάλασσα. Το εργατικό δυναμικό που απαιτήθηκε προήλθε από τη βίαιη στρατολόγηση του ελληνικού πληθυσμού, που υπό εξοντωτική εργασία με σωματικές τιμωρίες, χωρίς αμοιβή και στέγη, με τροφή ένα κομμάτι ψωμί και ζουμί από λαχανικά, χωρίς διάκριση φύλου, ηλικίας ή κοινωνικής τάξης, επάνδρωναν τα τάγματα αγγαρείας. Κοιμόντουσαν στο έδαφος ή κάτω από αυτοσχέδια καταφύγια για εβδομάδες, έρμαια της κακομεταχείρισης, των ξυλοδαρμών και των στερήσεων.

Το σημαντικότερο όμως μέτρο των βουλγαρικών αρχών κατά των Ελλήνων ήταν οι εκτοπίσεις πληθυσμών, δηλαδή η δια της βίας μεταφοράς τους στην Βουλγαρία και ο εκεί εξαναγκασμός τους να δουλέψουν σε δημόσια έργα σε απάνθρωπες συνθήκες. Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 (όταν κηρύχτηκε επίσημα ο πόλεμος Ελλάδας - Βουλγαρίας) οι εκτοπίσεις ήταν περιορισμένες, χωρίς μεγάλη κακομεταχείριση. Οι εκτοπισμένοι (ντουρντουβάκια) ζούσαν στην Βουλγαρία υπό την επίβλεψη της αστυνομίας αλλά αυτοσυντηρούμενοι (εργάζονταν σε Βούλγαρους ιδιώτες). Ορισμένοι πήγαν λόγω ανάγκης, έπειτα από υποσχέσεις Βουλγάρων για εξεύρεση εργασίας αφού εδώ λιμοκτονούσαν, είτε λόγω εκκενώσεων και καταστροφών των χωριών τους. Την μετέπειτα περίοδο όμως, το μέτρο των εκτοπίσεων πήρε μαζική μορφή. Με εντολή της βουλγαρικής Κυβέρνησης, όλοι οι άνδρες ηλικίας 18-55 ετών, μεταφέρονταν στη Βουλγαρία για να εργαστούν σε δημόσια έργα. Τους συγκέντρωναν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς (Δράμας και Γάζωρου Σερρών), τους φόρτωναν 50-60 άτομα μαζί σε κλειστά βαγόνια (για τη μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων) και τους οδηγούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σκούμεν. Το ταξίδι διαρκούσε 5-6 ημέρες, χωρίς δυνατότητα στάσης για την ικανοποίηση σωματικών αναγκών, με μία ή δύο μερίδες ψωμί συνολικά και νερό μόνο αυτό που τους πωλούσαν οι φύλακες (2-5 λέβα τη μποτίλια). Όταν έφταναν στην Ανδριανούπολη, υποβάλλονταν σε απολύμανση και τους ξύριζαν όλο τους το σώμα. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σκούμεν στοιβάζονταν σε αχυρώνες, μέχρι να τους χωρίσουνε σε ομάδες και να τους προωθήσουν για εκτέλεση δημοσίων έργων σε διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας, αφού πρώτα τους άρπαζαν όλα τους τα χρήματα. Οι περισσότεροι εργάστηκαν στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, εξαναγκαζόμενοι σε εξοντωτική εργασία 12-15 ωρών καθημερινώς, υπό οποιασδήποτε καιρικές συνθήκες, χωρίς φυσικά αμοιβή και για φαγητό 250 γραμμ. ψωμί με ζουμί λαχανικών. Στεγάζονταν σε καλύβες που κατασκεύαζαν οι ίδιοι με κλαδιά και κοιμόντουσαν στο γυμνό έδαφος με ότι ρούχα είχαν (κουρελιασμένα από κακουχίες και εργασία) σε θερμοκρασίες τον χειμώνα -15ο C. Χωρίς σαπούνι, τα σώματά τους ήταν φαγωμένα από τις ψείρες και τους κοριούς, τους θέριζαν οι ασθένειες (τύφος, δυσεντερία, φυματίωση κ.α.), η ασιτία, οι κακουχίες ενώ δεν υπήρχαν φάρμακα και περίθαλψη. Για επιστέγασμα όλων αυτών, τους ξυλοκοπούσαν χωρίς οίκτο και οι Βούλγαροι φύλακες, ορισμένους μάλιστα μέχρι θανάτου. Οι νεκροί θάβονταν χωρίς τελετουργία, σε λάκκους που έσκαβαν οι αιχμάλωτοι.

Σύμφωνα με την έρευνα της Επιτροπής που έγινε σε 339 πόλεις και χωριά της Ανατ. Μακεδονίας προκύπτει ότι: Ο πληθυσμός από 305.000 μειώθηκε στις 235.000 κατοίκους. Απεβίωσαν στην περιοχή μας κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 32.000 άτομα. Μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία 42.000 άτομα και άλλοι 10.000-12.000 πήγαν εθελοντικά. Από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ ή πέθαναν εκεί 12.000 άτομα. Πολλοί από αυτούς που επέστρεψαν ήταν ανάπηροι, ή πέθαναν σε μικρό χρονικό διάστημα εξαιτίας των ασθενειών και των ταλαιπωριών που πέρασαν κατά την εκεί ομηρία τους. Επίσης, κατέφυγαν στην υπόλοιπη Ελλάδα για να σωθούν 16.000 άτομα. Συνολικά οι ανθρώπινες απώλειες ανήλθαν περίπου στο 1/6 του συνολικού πληθυσμού. Στην Προσοτσάνη ο πληθυσμός στην έναρξη της κατοχής ήταν 4.800 και μειώθηκε στις 4.100 άτομα. Εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 287 από τους οποίους δεν επέστρεψαν 33 άτομα και πέθαναν εκεί 31άτομα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην Επιτροπή, οι κάτοικοι της Προσοτσάνης που δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους ήταν: τον Οκτώβριο του 1916 οι Χρήστος Ζάμπας (18 ετών) & Αβραάμ Τσάλας (τα πτώματά τους βρέθηκαν στο δρόμο για τον Γρανίτη) και ο Χαράλαμπος Σιάφκας (το πτώμα πετάχτηκε 1 χλμ έξω από την Προσοτσάνη). Την 17-7-1917 δολοφονήθηκαν και ρίχθηκαν σε πηγάδι στον κάμπο του Ξηροποτάμου εννέα πτώματα μεταξύ αυτών οι: Ιωάννης Καραγιάννης (καπνέμπορος), Άρμεν Κούπτσιος και Δημήτριος Τσιρόβαλης. Ακόμη, πέθαναν από ξυλοδαρμό και κακουχίες στη διάρκεια καταναγκαστικών έργων στη Νέα Καρβάλη οι: αφοί Ιωάννης & Βασίλειος Μιλέγκου (45 ετών), Αθανάσιος Νευροκοπλής (25 ετών) και Δημήτριος Σαμίγκος (18 ετών). Τον Αύγουστο του 1916 δολοφόνησαν τον Γεώργιο Χατζηνικολάου (20 ετών), τον Δεκέμβριο του 1917 βασάνισαν μέχρι θανάτου τον Ιωάννη Ζάμπα (αδελφό του δολοφονημένου Χρήστου Ζάμπα).

Η Επιτροπή στα συμπεράσματά της καταλήγει ότι: «μπορεί να μην υπήρξαν μαζικές εκτελέσεις αλλά ο σχεδιασμός της λιμοκτονίας ήταν μια απάνθρωπη, ύπουλη και αποτελεσματική μέθοδο για να μειώσει το ελληνικό στοιχείο της περιοχής που εποφθαλμιά η Βουλγαρία για πολλά χρόνια. Οι εκπατρισμοί ήταν μια εγκληματική πράξη και επίσημη παραβίαση των κανόνων του πολέμου. Οι δύο παραπάνω πράξεις πραγματοποιήθηκαν από την τότε βουλγαρική Κυβέρνηση η οποία φέρει στο ακέραιο την ευθύνη. Η Βουλγαρία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημιώσεις στους παθόντες».

(μέρος του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΗΩΣ" αριθμ. φύλλου 58)

 
Που βρίσκεται η Προσοτσάνη
greece_brown_glass

alt
Αποκτήστε το βιβλίο "Η Προσοτσάνη και η ιστορία της"
Τηλ. παραγγελίας: 2522023480

Kodikas_Prosotsanis_02

Αποκτήστε το Βιβλίο Σπαράγματα του Κώδικα Προσοτσάνης
Τηλ. παραγγελίας: 2522023480

stamps

Συλλεκτικά γραμματόσημα του Συλλόγου

youtubelogo
κλικ εδώ για video


facebook