Από την Απόκρια στο Πάσχα
Της Βαράτη Ουρούμη Κυριακής
«Απ΄ όταν ανοιγ΄ το Τριώδιο αρχινάει το καρναβάλ΄».
Την Κυριακή της Αποκριάς όμως το γλεντούσαν για τα καλά. Ντύνονταν καρναβάλια ο κόσμος, στόλιζαν τα κάρα και τα άλογα και έκαναν διάφορες αναπαραστάσεις: «ή ντύνονταν νύφ΄ και γαμπρός, ή κουβαλούσαν έναν ¨πεθαμένο¨ με το κάρο για να κάνουν τη κηδεία τ΄, ή ντύνονταν γυφτ΄ κι έβαναν στα κάρα καζάνια και φώναζαν ότι γάνωναν μπακίρια. Μ΄ αυτά τα κάρα γύριζαν όλο το χωριό και όταν έφταναν έξω απ΄ τα σπίτια τους έστηναν ένα χορό, μέχρι και ο πεθαμένος σκώνονταν και χόρευε».
«Το πρώτο Σάββατο του ψυχού έκαναν κόλυβα, τα διάβαζαν και τα μοίραζαν. Το Σάββατο του ψυχού που ήταν την εβδομάδα της Τυρινής έφτιαναν πίτα και μοίραζαν. Από την επόμενη της Κυριακής της Αποκριάς αρχινούσαν να ¨αποκρεύουν¨ (έκοβαν το κρέας).
Την Κυριακή της Τυρινής που διαβάζεται ο εσπερινός της Συγχώρεσης, ζητούσαν συγχώρεση από το νονό και τη νονά, τον πατέρα και την μητέρα, τον πεθερό και την πεθερά, που τους επισκέπτονταν με πορτοκάλια. Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής όλοι κάθονταν γύρω από το ΄΄σοφρά΄΄, η μάνα είχε βράσει αυγά και ο πατέρας έδινε στα παιδιά από το πιτόξυλο απ΄ όπου κρεμόταν το αυγό από μία κλωστή. Αυτό το έθιμο ονομάζεται «χλάτσκα ή χάσκα» και συμβολίζει την έναρξη της νηστείας. «Με το αυγό να κλείνει το στόμα με την έναρξη της Σαρακοστής, με το αυγό να ανοίγει μετά την Ανάσταση. Με τον ίδιο τρόπο που έδινε ο πατέρας γύρω απ΄ το σοφρά το αυγό, με το ίδιο τρόπο συνέχιζε μετά με καρυδένιο χαλβά (τον σκληρό σαν καραμέλα). Όταν πια τελείωνε το παιχνίδι αυτό, άναβαν τη κλωστή που κρέμονταν απ΄ το πιτόξυλο και τη καίγανε, συμβολικά κι αυτό σα να καίγανε το κακό».
Η επόμενη μέρα, η Καθαρά Δευτέρα, ήταν η μέρα που έπρεπε όλα να καθαρίσουν. Οι νοικοκυρές «έβαναν λοιπόν το καζάν΄ στη κάτσκα (σιδερένιος τρίποδας). Εκεί μέσα έβραζαν και έπλεναν πιάτα, τεντζερέδες, ταψιά και τηγάνια. Τα έτριβαν με στάχτη, ή με σόδα της πλύσεως ή με άμμο και τα έφτιαχναν μπούζ΄». Μετά είχαν σειρά τα άσπρα ρούχα κι αυτά τα έβραζαν και τα ΄φτιάχναν μπουζάτα. Στο βραστό νερό, μέσα στο καζάνι έριχναν σταχτόνερο και το άφηναν να ξεσταλιάζει. Έτσι έφτιαχναν μαλακό το νερό για τα ρούχα, τα οποία τα έπλυναν σε ξύλινες σκάφες, πάνω στις οποίες έτριβαν τη πολλή βρωμιά. Επίσης με το κόπανο χτυπούσαν τις κουρελούδες, τις βελέντζες και τα άλλα στρωσίδια για να τα καθαρίσουν από τη χειμερινή βρωμιά. Κατά τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής φόρτωναν στα κάρα τα στρωσίδια, κατέβαιναν στο ποτάμι και αφιέρωναν μια μέρα στο πλύσιμο τους.
Έτσι με όλους αυτούς τους τρόπους προετοιμάζονταν με ασβεστώματα, καθαριότητα και πλυσίματα τα νοικοκυριά για το Πάσχα. Σε όλη την διάρκεια της Σαρακοστής (από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι και τη νύχτα της Ανάστασης) νήστευαν αυστηρά. Έτρωγαν ψάρι μόνο την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (ως θεομητορικής γιορτής, όπως προβλέπεται από το τυπικό της Εκκλησίας) και την Κυριακή των Βαΐων (καταχρηστικά καθώς δεν προβλέπεται).
Κάποιες νηστίσιμες συνταγές που συνηθίζονταν :
α) Με τη ζύμη του ψωμιού έπλαθαν μικρά ψωμάκια σε μέγεθος μπουκιάς , τα πατούσαν με το δάκτυλο στο κέντρο τα έψηναν μαζί με τα υπόλοιπα ψωμιά στους παραδοσιακούς φούρνους και αφού τα ξεφούρνιζαν τα «ζεμάτιζαν» σε σιρόπι με νερό και ζάχαρη.
β) Έψηναν σε σινί μεγάλο σαραγλί: τυλιγμένο καρύδι, σουσάμι και κανέλα σε φύλλο κρούστας ψημένο με σουσαμέλαιο, κομμένο σε τρίγωνα κομμάτια και σιροπιαστό.
γ) Παλιζέ: τρεμουλιαστό γλύκισμα με νεσεστέ
δ) Γεμιστές πιπεριές με αποξηραμένες πιπεριές
ε) Πατατοσαλάτα με κόκκινες πιπεριές αποξηραμένες, ζεματισμένες και ψιλοκομμένες.
Η Καθαρά Δευτέρα αποτελούσε πολλές φορές την έναρξη των προετοιμασιών για τα καπνά. Έτσι οι περισσότεροι ετοίμαζαν τα «ουτζάκια» (σπορεία) για την σπορά του καπνού, πολλοί μάλιστα ακόμα βρισκόταν στην διαδικασία του «πασταλιάσματος» (τοποθετούσαν τα αποξηραμένα καπνά σε δέματα). Δεν γιορτάζονταν λοιπόν η Καθαρά Δευτέρα όπως την γιορτάζουμε σήμερα. Αποτελούσε μέρα καθαριότητας. Από την δεκαετία του '50 και μετά, όταν και φυτεύτηκαν τα πεύκα στους πρόποδες του Φαλακρού άρχισε ο κόσμος να πηγαίνει εκεί για να πετάξουν τα παιδιά το χαρταετό.
Από την αρχή του Φεβρουαρίου κατέβαιναν τα παιδιά στο ποτάμι για να κόψουν τα καλάμια για το σκελετό της «φλέβας» και στη συνέχεια κολλούσαν με ζυμάρι τις κόλλες. Στις ουρές κρεμούσαν μικρά χάρτινα φαναράκια για να τις κάνουν πιο εντυπωσιακές. Κάθε γειτονιά είχε το δικό της χώρο όπου πετούσαν τις «φλέβες» και δεν άφηναν κανένα να την πλησιάσει φτάνοντας πολλές φορές στα άκρα αν κάποιος από άλλη γειτονιά το επιχειρούσε. Γίνονταν πάντα ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη «φλέβα» και θα έχει πιο πολύ σπάγκο, τον οποίο συνήθως τον έκλεβαν τα καλοκαίρια από τις «λιάστρες» των καπνών. Το πέταμα τις «φλέβας» τελείωνε τυπικά την Καθαρά Δευτέρα.
Κατά την Σαρακοστή, που αποτελεί προετοιμασία για το Πάσχα, γίνονταν στα σπίτια Ευχέλαια.
Πάσχα
Η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί την τελική ευθεία στην προετοιμασία για το Πάσχα. Η νηστεία τώρα πια είναι αυστηρά χωρίς λάδι ως την Ανάσταση. Το σπίτι είναι πανέτοιμο, στρωμένο για το Πάσχα και μέσα σε αυτή την εβδομάδα ετοιμάζουν οι νοικοκυρές τα πασχαλινά γλυκά και φαγητά. Τα τσουρέκια τη Μ. Τετάρτη, τη μαγειρίτσα και τη παπούδα (γνωστή ως τζιγεροσαρμάς) το Μ. Σάββατο. Η παπούδα περιέχει τα συστατικά της μαγειρίτσας σε πιο στεγνή μορφή με ρύζι και το μίγμα αυτό αποτελεί γέμιση που τυλίγεται σε σκέπη του κατσικιού (ή αλλιώς μπόλια), μπαίνει σε ταψί και ψήνεται, αφού περιχυθεί με μίγμα αυγού και γιαουρτιού.
Το βράδυ της Μ. Τετάρτης βάζανε συμβολικά για την έναρξη των Παθών του Χριστού ένα κόκκινο ρούχο και το μάζευάν την άλλη μέρα το πρωί, δηλαδή την Κόκκινη Πέμπτη. Αυτή τη μέρα το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία για την Θεία Μετάληψη. Στη συνέχεια οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά κόκκινα και όταν τελείωναν έβαζαν το πρώτο αυγό στο εικονοστάσι για την Παναγία. Σε περίπτωση που έπεφτε χαλάζι ή υπήρχε ΄΄μπόρα΄΄, το βγάζανε έξω για να σταματήσει η θεομηνία. Σε περίπτωση που αυτό το αυγό δεν χρησιμοποιούνταν το θάβανε στο κήπο του σπιτιού την επόμενη χρονιά και στην θέση του τοποθετούσαν το αυγό της καινούργιας χρονιάς. Επίσης από την μπογιά που είχαν βάψει τα αυγά έδινε η μάνα σε όλη την οικογένεια από ένα κουταλάκι, «επειδή είναι καλό φάρμακο για τα λαιμά». Με την ίδια μπογιά έκαναν ένα σταυρό στο μέτωπο «για να μείνουν γεροί».
Η Μ. Παρασκευή είναι μέρα πένθιμη και δεν γινόταν καμιά δουλειά, αν ήταν δυνατόν δεν έμπαινε ούτε κατσαρόλα στη φωτιά. «Το πρωί γίνονταν η Αποκαθήλωση στην εκκλησία, περνούσαμε από τον επιτάφιο και τότε πια βάζαμε κάτι στο στόμα μας». Το βράδυ της ίδια μέρας γινόταν η περιφορά του Επιταφίου και όταν αυτή τελείωνε εύχονταν μεταξύ τους ΄΄Καλή Ανάσταση΄΄.
Η Ανάσταση γιορτάζονταν λαμπρά τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου. Τσούγκριζαν τα αυγά και εύχονταν ΄΄Χριστός Ανέστη΄΄ ΄΄Αληθώς Ανέστη΄΄.
Τη Κυριακή του Πάσχα ξυπνούσαν το πρωί, έστηναν τη σούβλα και τρικούβερτο γλέντι με κρασί και δημοτικά τραγούδια. Το πασχαλινό γεύμα αποτελούνταν από ψητό αρνί ή κατσίκι, παπούδα, μαγειρίτσα, κοκορέτσι και μαρουλοσαλάτα με κόκκινα αυγά ή γριβάδι πλακί.
Την Παρασκευή της εβδομάδας της Διακαινησίμου πανηγυρίζει το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, που βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι. Ο κόσμος πήγαινε εκεί για να πάρει ευλογία, πίνει νερό από τη Ζωοδόχο Πηγή και αφήνει ένα ρούχο του ή μια κλωστή από τα ρούχα του για να τον προστατεύσει και να του χαρίσει υγεία η Παναγία, η Ζωοδόχος Πηγή. Επειδή το ξωκλήσι είναι μακριά από το χωριό ο κόσμος πήγαινε εκεί με τα κάρα και έπαιρναν μαζί τους και φαγητά.
Η Κυριακή του Θωμά σηματοδοτούσε το τέλος του Πάσχα και την επιστροφή στις αγροτικές δουλειές.
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΗΩΣ" στο αριθμ. φύλλου 5, Μάρτιος του 2001)