Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ
Του Παναγ. Ε. Μάνου
Το λαογραφικό αυτό υλικό το μάζεψα το 1952 όταν υπηρετούσα ως καθηγητής στο γυμνασιακό παράρτημα Προσοτσάνης μικράς πόλεως κείμενης 20 περίπου χιλιόμετρα βορείως της Δράμας.
Πληροφοριοδότες μου ήταν η Ευθυμία Πέρκου 93 χρονών, ο Θωμάς Σεκερτζής 66 χρονών, ο Πασχάλης Βεργίδης 68 χρονών, όλοι τους αγράμματοι, και ο Θωμάς Ανθίτσας 73 χρονών, τελειόφοιτος δημοτικού σχολείου. Τα ωραία και αγνά αυτά έθιμα εδώ και πενήντα χρόνια έχουν σχεδόν εκλείψει και μόνον στη μνήμη μερικών γερόντων διατηρούνται σαν μια γλυκειά και ευχάριστη ανάμνηση ενός παρελθόντος, που διαρκώς το νοσταλγούν.
Προξενειά
Το έργο του προξενιού στην Προσοτσάνη αναλαμβάνουν οι «προυξιντάδις»*, που είναι συγγενείς ή γείτονες του νέου, που πρόκειται να αρραβωνιαστή. Όταν πηγαίνουν στο σπίτι του κοριτσιού για να κάνουν την πρόταση και να πάρουν την απάντηση, κρατούν στο χέρι ένα μπουκάλι με ρακί, αλάτι και ένα κλωνάρι από πουρνάρι. Η επίσκεψη γίνεται το βράδυ και οι γονείς του κοριτσιού τους υποδέχονται σε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους. Τον λόγο παίρνει ο πιο γέρος από τους προξηνητάδες και λέγει στους γονείς το σκοπό της επίσκεψης. Οι γονείς, όταν αποδέχονται την πρόταση, απαντούν «Αφού το παιδί άρεσε το κορίτσι μας και το θέλει, εμείς ευχαρίστως το δίνουμε». Τότε οι προξενιτάδες βγάζουν το μπουκάλι με το ρακί , κερνούν όλους τους σπιτικούς του κοριτσιού και ενώ το κέρασμα συνεχίζεται, ρίχνουν στη φωτιά το αλάτι και τα πουρνάρια λέγοντας διάφορες ευχές. Όταν αυτά κάνουν κρότο πιστεύουν πως οι μελλόνυμφοι θα ζήσουν ευτυχισμένοι. Όταν οι γονείς δεν αποδέχονται την πρόταση, για να μην «χαλάσουν την καρδιά» του παιδιού, απαντούν «Καλό είναι το παιδί αλλά ύστερα από δύο-τρία χρόνια γιατί το κορίτσι μας είναι ακόμα μικρό».
Μιλήματα για προίκα ή προικοσύμφωνα δεν γίνονται. Όλα τα κορίτσια και τα πιο φτωχά έχουν προίκα. Ποτέ οι γονείς δεν δίνουν στα κορίτσια τους ακίνητη περιουσία ως προίκα, διότι αυτή θεωρείται ιερή και μόνον μετά τον θάνατον τους την κληρονομούν. Τράχωμα* δεν δίνεται.
Όταν οι προξενητάδες φεύγουν από το σπίτι, η κοπέλα τους δίνει διάφορα δώρα, κυρίως μαντήλια και κάλτσες.
Αρραβώνας
Ο αρραβώνας λέγεται «αρρβώνας», ο νέος «αρρβωνιασκός», η νέα «αρρβωνιασκή» και ο δακτύλιος αρραβώνας «σημάδι».
Ο αρραβώνας γίνεται ως επί το πλείστων Σάββατο βράδυ. Γίνεται σ' όλες τις εποχές του έτους, αλλά προτιμούνται οι γιορτές του Ευαγγελισμού, του Θωμά , του Αγίου Γεωργίου,κ.τ.λ.
Την παραμονή του αρραβώνα οι οικογένειες του γαμπρού και της νύφης στέλνουν δύο παιδιά, ηλικίας 12 ή 13 χρονών, στα σπίτια των συγγενών, φίλων και γνωστών, για να τους καλέσουν.
Την ημέρα του αρραβώνα στις 8 το βράδυ, αρχίζουν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι στο σπίτι της νύφης. Οι γονείς και οι συγγενείς του γαμπρού έρχονται τελευταίοι. Ο γαμπρός δεν έρχεται στα αρραβωνιάσματα, αλλά παραμένει στο πατρικό του σπίτι. Το σπίτι της νύφης είναι στρωμένο με τα γιορτινά του και οι γονείς του κοριτσιού υποδέχονται τους καλεσμένους. Η νύφη μένει με τις φίλες της σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού και κουβεντιάζουν ή τραγουδούν. Όταν έλθουν όλοι οι καλεσμένοι, μια κοπέλα, συγγενής ή φίλη της νύφης, τους μοιράζει λουλούδια. Αρχίζει από το νουνό, την μητέρα και τον πατέρα του γαμπρού και συνεχίζει στους πιο στενούς συγγενείς. Πίσω της ακολούθει η νύφη. Αυτή φιλάει τα χέρια όλων με την σειρά κι αυτοί της δίνουν χρήματα λέγοντας την ευχή «καλά στέφανα». Μετά το φίλημα των χεριών η νύφη επιστρέφει και κερνάει σ' όλους γλυκό.
Ακολουθεί η αλλαγή των δώρων. Από το ένα μέρος σηκώνεται η μητέρα του γαμπρού κρατώντας σ' ένα ταψί τα δώρα για την νύφη.
Τα δώρα για την νύφη είναι ένα δαχτυλίδι, φλουριά για το λαιμό, σκουλαρίκια, τσιμπέρια*, κάλτσες και παντόφλες. Τα δώρα για το γαμπρό είναι ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πουκάμισο και μια χρυσή «βρακοζώνα». Όλα αυτά λέγονται «μπουχτσιαλίκ».
Η μητέρα του γαμπρού με το δεξί χέρι παίρνει τα δώρα της νύφης ενώ με το αριστερό δίνει τα δώρα του γαμπρού στη μητέρα της νύφης. Την ώρα που αλλάζουν τα δώρα λένε την παρακάτω ευχή «Να μας ζήσουν και να έχουν καλή αγάπη.» Ακολουθεί κατόπιν γλέντι και κατά τα μεσάνυχτα διαλύονται και γυρίζουν στα σπίτια τους.
Η πρώτη επίσκεψη του γαμπρού στο σπίτι της νύφης γίνεται ύστερα από εφτά ή δεκαπέντε μέρες. Στην επίσκεψη αυτή τον συνοδεύουν πέντε ως εφτά φίλοι του. Στη νύφη φέρνει διάφορα δώρα, τσεμπέρια, παντόφλες, μπιμπλιά κ.τ.λ. Κάθονται αρκετή ώρα και κατόπιν φεύγουν. Την ώρα που φεύγουν η νύφη δωρίζει από ένα μαντήλι στον καθένα και ένα λουλούδι με τέλια. Η μητέρα της νύφης δωρίζει και αυτή στον γαμπρό ένα τσεμπέρι μεταξωτό ή μάλλινο. Οταν το βάζει στον κόρφο του, του δίνει και ένα μπάτσο με το δεξί της χέρι.
Οι επισκέψεις του γαμπρού επαναλαμβάνονται κάθε Κυριακή. Στο σπίτι τον υποδέχεται η πεθερά ενώ η νύφη λίγη ώρα μένει μαζί του. Όταν συμβεί να είναι η νύφη μόνη στο σπίτι, τότε κλειδώνει την πόρτα και δεν ανοίγει. Η νύφη σ' όλο το διάστημα του αρραβώνα δεν πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού . Όταν είναι στη βρύση η κάπου αλλού και μαθαίνει πως έρχεται ο γαμπρός, φεύγει για να μην τον συναντήσει.
Ορισμένες γιορτές όπως το Πάσχα, της Παναγίας, των Βαΐων κτλ. Στέλνει ο γαμπρός στη νύφη μέσα σε ένα πιάτο με μπιμπλιά διάφορα δώρα, ποδιές, παντόφλες, κάλτσες και αλλά. Την γιορτή του Πάσχα στέλνει μια άσπρη λαμπάδα και ένα ζευγάρι παπούτσια. Η νύφη στέλνει στο γαμπρό κάλτσες, μαντηλάκια και λουλούδια με τέλια.
Σ' όλο το διάστημα του αρραβώνα η νύφη με τους δικούς της ετοιμάζουν τα προικιά, που τα τοποθετούν μέσα σε σεντούκια.
Η προ του γάμου εβδομάδα
Από τον αρραβώνα ακόμα οι γονείς του γαμπρού και της νύφης καθορίζουν τη μέρα του γάμου. Ο γάμος, που λέγεται και χαρά, γίνεται τρείς ως οκτώ μήνες μετά τον αρραβώνα και η συμφωνία για την τέλεση του θεωρείται ιερή.
Τα νυφικά στέφανα ανταλλάσει ο ανάδοχος του γαμπρού, που λέγεται νουνός ή κουμπάρος. Όταν αυτός δεν δέχεται, τότε ορίζεται άλλος. Ο κουμπάρος πληρώνει στην εκκλησία όλα τα έξοδα της τελετής. Βοηθό στα στεφανώματα έχει τη γυναίκα του, που λέγεται νουνά ή κουμπάρα. Την ώρα της τελετής υπάρχουν δίπλα του και δύο-τρία συγγενικά πρόσωπα, που λέγονται παρακούμπαροι. Το γαμπρό τον συνοδεύει ο αδελφός του ή κάποιος στενός του συγγενής, που λέγεται μπράτ' μος*. Στη νύφη παραστέκει η παράνυφη, που είναι αδελφή ή συγγενής του γαμπρού.
Την Κ υ ρ ι α κ ή, οκτώ μέρες προ του γάμου, η μητέρα του γαμπρού με οκτώ ως δέκα συγγένισσες ή γειτόνισσες της, πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης. Στη νύφη φέρνουν, εκτός από τα δώρα, μαύρη μπογιά και κνά*, για να βάψη τα μαλλιά της. Στο σπίτι τους υποδέχεται η μητέρα της νύφης ενώ η ίδια δεν παρουσιάζεται μπροστά τους. Στο σπίτι μένουν αρκετή ώρα, τραγουδούν διάφορα τραγούδια και στη συνέχεια φεύγουν και επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Την Τ ε τ ά ρ τ η , πρωί-πρωί μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης οι συγγενείς και φίλοι τους με ζώα, για να πάνε στο δάσος να κόψουν ξύλα για τον γάμο.
Οι σπιτικοί του γαμπρού και της νύφης τους ετοιμάζουν φαγητά και γλυκό κρασί, για να φάνε και να πιούν στο δάσος. Στο δάσος παίρνουν και διάφορα όργανα, γκάιντες, ταιρέδες κ.τ.λ., για να γλεντήσουν μετά το κόψιμο των ξύλων. Στο δάσος μένουν όλη την μέρα, χορεύουν, τραγουδούν και το βράδυ επιστρέφουν στο χωριό.
Την Τετάρτη επίσης το απόγευμα μαζεύονται στο σπίτι της νύφης, οι φίλες της, για να τη βάψουν τα μαλλιά με τη μαύρη μπογιά και την κνά, που είχε φέρει την Κυριακή η μητέρα του γαμπρού. Οι φίλες της νύφης μαζί τους φέρνουν και μια γριά, ειδική για την βαφή των μαλλιών. Η γριά, καθισμένη στην μέση ενός δωματίου, κρατάει στην αγκαλιά της τη νύφη και ενώ ρίχνει σιγά σιγά μπογιά και κνά στα μαλλιά της, οι φίλες της, που στέκουν όρθιες γύρο γύρο, τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:
«Ευχήσου με, μανούλα μου, να βάλουν τις μπογιάδες.
- Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήστε να προκόψτε.
- Ευχήσου με, πετέρα μου, να βάλουν τις μπογιάδες.
- Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήστε να προκόψτε.
- Ευχήσου με, αδελφούλη μου, κ.τ.λ.»
Μετά το βάψιμο των μαλλιών ακολουθεί χορός και κατόπιν επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Την Π έ μ π τ η γίνονται τα «καλέσματα», η πρόσκληση δηλαδή των συγγενών, φίλων και γνωστών στο γάμο. Μια ή δύο γυναίκες, στενές συγγένισες του γαμπρού, κρατώντας ένα πανέρι με μήλα και «γαρόφαλα»*, γυρίζουν στο χωριό και καλούν τους συγγενείς και φίλους και γνωστούς του γαμπρού στο γάμο. Πρώτα καλούν τον παπά, κατόπιν το νουνό και στη συνέχεια τους άλλους. Το ίδιο κάνουν και από το σπίτι της νύφης.
Σε κάθε σπίτι, όταν προσφέρουν το μήλο και τα «γαρόφαλο», λένε «Την Κυριακή να 'ρθήτε στο γάμο του Χ.». Προσφέρουν κατόπιν ούζο από μια τσότρα* που έχουν μαζί τους και φεύγουν.
Την Πέμπτη το απόγευμα μαζεύονται οι φίλες της νύφης στο σπίτι της και αναπιάνουν το προζύμι για τα ψωμιά και τα λουκούμια* του γάμου. Την ίδια ακριβώς ώρα μαζεύονται και στο σπίτι του γαμπρού κορίτσια, συγγενείς ή γειτόνισσες του, και αναπιάνουν και εκεί το προζύμι.
Την Π α ρ α σ κ ε υ ή το πρωί απλώνουν τα προικιά στο σπίτι της νύφης. Τα προικιά τ' αφήνουν ως το βράδυ του Σαββάτου και όσοι θέλουν, κυρίως κορίτσια, πηγαίνουν και τα βλέπουν. Την ίδια ώρα τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και της νύφης, ζυμώνουν και ψήνουν το ψωμί και τα λουκούμια του γάμου. Στο σπίτι της νύφης, για να διασκεδάσουν, ντύνουν μια κοπέλα «ψευτόνυφη» και ενώ αυτή καμαρώνει η προσκυνάει οι άλλες γελούν και την πειράζουν.
Την Παρασκευή το απόγευμα μαζεύονται οι φίλες της νύφης στο σπίτι της για να την λούσουν το κεφάλι, που είναι λερωμένο από την μαύρη μπογιά και την κνα.
Η νύφη κάθεται σε μια καρέκλα στη μέση της σάλας. Ένα κορίτσι, δέκα ως δώδεκα χρονών, με μάνα και πατέρα, ρίχνει στα μαλλιά της από χρυσό μπρίκι νερό, ενώ οι φίλες της, που στέκονται γύρο , τραγουδούν. Εν συνεχεία τη χτενίζουν, τη ντύνουν και την βάζουν να καθίσει στο δωμάτιο, που είναι απλωμένα τα προικιά, για να τη βλέπουν όσοι έρχονται να τα δουν.
Το Σ ά β β α τ ο το απόγευμα μαζεύονται στο σπίτι της νύφης τα κορίτσια, για να την βλέπουν. Η νύφη κάθεται σε μια καρέκλα στη μέση του δωματίου και ένα αγόρι, εννέα με δέκα χρονών, με μάνα και πατέρα τη χτενίζει. Οι φίλες της όρθιες γύρο τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:
« Πλέξε με, αδελφούλα μου, κι έλα ορμήνεψε με,
Πως θα πάω στα ξένα,
Στα πεθερικά μου,
Γιατί κανένανε δεν ξαίρω,
Κανένα δεν γνωρίζω,
Ούτε τον πεθερό μου,
Ούτε την πεθερά μου.»
Μετά το χτένισμα την οδηγούν στο δωμάτιο με τα προικιά.
Λίγο αργότερα στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονται οι συγγενείς και οι φίλοι του, καθώς και πολλές γυναίκες και κορίτσια, για να πάνε στο σπίτι της νύφης να πάρουν τα προικιά.
Πρώτα πηγαίνουν εν πομπή με τα όργανα μπροστά και παίρνουν τον κουμπάρο και την κουμπάρα. Αυτοί τους περιμένουν στην εξώπορτα του σπιτιού τους, τους κερνούν ούζο και εν συνεχεία όλοι μαζί επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού.
Ξεκινούν κατόπιν για το σπίτι της νύφης. Μπροστά πηγαίνουν οι φίλοι του γαμπρού κρατώντας από τα γκέμια κόκκινα ή άσπρα άλογα, στολισμένα με διάφορα λουλούδια. Ακολουθούν κατόπιν τα όργανα, ο κουμπάρος και η κουμπάρα, ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού, οι συγγενείς και στο τέλος οι γυναίκες και τα κορίτσια. Ο γαμπρός παραμένει με μερικούς φίλους του στο σπίτι.
Στην εξώπορτα του σπιτιού της νύφης τους περιμένουν οι γονείς και οι συγγενείς της. Μετά το κέρασμα ο κουμπάρος και η κουμπάρα ανεβαίνουν στο δωμάτιο, για να πάρουν τα προικιά. Οι φίλοι της νύφης κλείνουν την πόρτα και τους εμποδίζουν να μπουν, λέγοντας στο κουμπάρο να τάξη. Ο κουμπάρος τάζει ένα ποσό και τα κορίτσια τους ανοίγουν την πόρτα, ενώ ο κουμπάρος χαιρετάει τη νύφη , η κουμπάρα ρίχνει κουφέτα στα προικιά και εύχεται στη νύφη να καλοτυχίσει και στα κορίτσια να καλοπαντρευτούν. Την ώρα που φορτώνουν τα προικιά στα άλογα τα παιδιά και τα κορίτσια χορεύουν στην αυλή. Επιστρέφουν εν συνεχεία στο σπίτι του γαμπρού και απλώνουν τα προικιά στο δωμάτιο, που προορίζεται για τους μελλονύμφους.
Στις 8 το βράδυ ο γαμπρός στέλνει με το κουμπάρο και με τους πιο στενούς του συγγενείς τα φορέματα στη νύφη. Αυτά είναι ένα «κοντογούνι», τσόχινο και στολισμένο με μετάξι, το νυφικό, μακρύ, μεταξωτό, χρώματος γαλάζιου ή καφέ, τα τέλια, χρώματος κίτρινου, και τα παπούτσια. Αυτά τα πηγαίνουν εν πομπή με τα όργανα μπροστά στη νύφη. Από τη νύφη παίρνουν τα δώρα για τον γαμπρό που είναι ένα σώβρακο, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό πουκάμισο, ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα μεταξωτό μαντήλι και τα φέρνουν εν πομπή πάλι στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί χορεύουν και γλεντούν αρκετές ώρες και κατόπιν διαλύονται
Η ημέρα του γάμου
Την Κ υ ρ ι α κ ή πρωί- πρωί, την ώρα που βγαίνει ο ήλιος, η μητέρα του γαμπρού πηγαίνει μόνη της στη βρύση και παίρνει νερό, για να ξυρίσουν και να λούσουν το γιό της.
Στις 10 το πρωί μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού οι φίλοι του και πολλά κορίτσια και γυναίκες, για να τον ξυρίσουν και να τον λούσουν. Ο γαμπρός κάθεται σε μία καρέκλα στη μέση του σαλονιού. Στο λαιμό του ο κουρέας βάζει μία ειδική για ξύρισμα λεκάνη, που την κρατάει ο γαμπρός με το χέρι του, και από το ταβάνι, πάνω ακριβώς από το κεφάλι του γαμπρού, κρεμνάει μια νιπτήρα. Η μητέρα του γαμπρού γεμίζει τη νιπτήρα με ζεστό νερό και τη λεκάνη με νερό και σαπουνάδα. Την ώρα που ο κουρέας ξυρίζει το γαμπρό, τα κορίτσια τραγουδούν:
«Λούζεται τ' αρχοντόπουλο σ' ένα χρυσό λεγένι*,
Η πάπια φέρνει το νερό κ' η χήνα το σαπούνι,
Κ' η αδελφή του η γρήγορη φέρνει το πεστεμάλι*»
Στο δεύτερο ξύρισμα τα «παιδιά» κολλούν νομίσματα στο πρόσωπο του γαμπρού. Τα νομίσματα αυτά τα ρίχνει ο κουρέας με το πίσω μέρος του ξυραφιού του στη λεκάνη με το νερό και τις σαπουνάδες και μετά το ξύρισμα τα παίρνει. Το νερό με τις σαπουνάδες το ρίχνει η μητέρα του γαμπρού σε κρυφό μέρος ή σε τρεχάμενο νερό, γιατί φοβάται να μην κάμουν μάγια το γυιό της. Την ώρα που ξυρίζουν το γαμπρό, η μητέρα του κλαίει, γιατί πιστεύεται πως από τη στιγμή εκείνη φεύγει πια το παιδί από τα χέρια της.
Μετά το ξύρισμα του γαμπρού οι φίλοι του τον οδηγούν σ' ένα δωμάτιο κ' εκεί τον ντύνουν και τον στολίζουν. Πρώτα τον βοηθούν να φορέσει τα εσώρουχα, που όπως είπαμε παραπάνω, είναι δώρα της νύφης. Προτού φορέσει το εσωτερικό πουκάμισο, το θυμιατίζουν τρείς φορές και περνούν κατόπιν από το μανίκι του ένα ατσαλένιο μαχαίρι και αναμμένα κάρβουνα, για να μην τον «δέσουν»* οι εχθροί του. Σ' ένα από τα εσώρουχα του ράβουν και ένα σταυρό, για να φυλάγεται από τα μάγια. Εν συνεχεία φοράει το πουτούρι*, που είναι από μάλλινο ύφασμα, χρώματος μαύρου ή καφέ, φαρδύ πάνω και στενό κάτω, το αντέρι*, που είναι κεντημένο με λουλούδια και το φέσι*, χρώματος κόκκινου με μεταξωτή φούντα. Στο λαιμό του ρίχνει ένα μαντήλι και στο στήθος του βάζει ένα λουλούδι. Σε μια από τις τσέπες του βάζουν μια κλειδαριά κλειδωμένη, ένα σβησμένο κάρβουνο και ένα κομμάτι ψωμί.
Μετά το ντύσιμο οι φίλοι του τον σηκώνουν ψηλά, φωνάζοντας «άξιος άξιος» κι αυτός τάζει μία διασκέδαση ή κάτι άλλο.
Εν συνεχεία τον οδηγούν σ' άλλο δωμάτιο, όπου τον περιμένουν οι γονείς, τ' αδέλφια και οι στενοί συγγενείς. Σκύβει, τους φιλάει το χέρι κι αυτοί κλαίγοντας τον φιλούν στο μέτωπο.
Κατόπιν ο γαμπρός και οι φίλοι του κάθονται στο τραπέζι και τρώνε μόνον ρύζι, για να «ριζώσουν».
Την ώρα που αυτοί τρώνε, τα κορίτσια παίρνουν από το σπίτι του γαμπρού ένα μεγάλο στρογγυλό τσουρέκι, και εν πομπή, με τα όργανα μπροστά, πηγαίνουν στο σπίτι της κουμπάρας, την παίρνουν και εν συνεχεία πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης. Η κουμπάρα παίρνει μαζί της ένα ποτήρι με μέλι, σκεπασμένο με μεταξωτό μαντήλι. Οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης, που τους περιμένουν, στήνουν στη μέση της αυλής ένα κοφίνι. Πάνω σ' αυτό βάζει η κουμπάρα το τσουρέκι, το αλείφει με μέλι και ενώ απομακρύνεται, τα κορίτσια ορμούν και αρπάζουν από ένα κομμάτι. Αυτό το βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους και ονειρεύονται αυτόν, που θα παντρευτούν.
Την ώρα που ντύνουν το γαμπρό, ντύνουν και στολίζουν και τη νύφη στο δικό της σπίτι. Η νύφη κάθεται σε μια καρέκλα στη μέση του δωματίου και μια μορφωμένη κοπέλα τη ντύνει και τη στολίζει. Οι φίλες της όρθιες γύρο τραγουδούν:
«σήμερα μια, σήμερα δυο, σήμερα τρεις και πέντε
σήμερα πια χωρίζεται μάνα και θυγατέρα.»
Προτού τη φορέσουν την εσωτερική φανέλα, τη θυμιατίζουν τρείς φορές και περνούν από το μανίκι της ατσαλένιο μαχαίρι και αναμμένα κάρβουνα.
Μετά το ντύσιμο και το στόλισμα την οδηγούν στη σάλα, όπου την περιμένουν οι δικοί της. Προσκυνάει τρείς φορές, τους φιλάει το χέρι κι αυτοί την φιλούν στο μέτωπο. Κάθεται κατόπιν με τις φίλες της στο σαλόνι, ως την ώρα που θα την πάρουν για τα στεφανώματα, και δέχεται τις ευχές των συγγενών, φίλων και γνωστών της.
Στις 4 το απόγευμα ξεκινούν από το σπίτι του γαμπρού και πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης, για να την πάρουν για τα στεφανώματα. Μπροστά πηγαίνουν τα όργανα, ακολουθούν δυο «παραστεκάμενοι» με άσπρες ποδιές, που ο ένας απ' αυτούς κρατάει ένα δίσκο με ποτήρια κι ο άλλος μια τσότρα με κρασί, στολισμένη με λουλούδια, ο πατέρας του γαμπρού με δύο τρείς συγγενείς του, ο γαμπρός, που τον κρατούν από τα χέρια τ' αδέλφια του, και κατόπιν οι άλλοι καλεσμένοι.
Πρώτα περνούν και παίρνουν τον κουμπάρο και την κουμπάρα, που τους περιμένουν στην εξώπορτα του σπιτιού τους, και εν συνεχεία τραβούν για το σπίτι της νύφης. Η μητέρα του γαμπρού δεν συνοδεύει την πομπή, αλλά με δύο τρείς γυναίκες πηγαίνει στην εκκλησία, όπου και τους περιμένει.
Όταν η νύφη είναι από άλλο χωριό, τότε ο γαμπρός με τον κουμπάρο, τους συγγενείς και τους φίλους του, πηγαίνουν με τα καλύτερα άλογα, που τα στολίζουν με κόκκινες βελέντζες ή με πολύχρωμα υφάσματα, και την παίρνουν από το χωριό της. Το άλογο του γαμπρού είναι πάντοτε κόκκινο και την ώρα, που η γαμήλιος πομπή ξεκινάει, δένουν στο χαλινάρι του ένα μαντήλι.
Όταν η πομπή φθάση σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το χωριό της νύφης, δύο ή τρία άτομα, που λέγονται «χαμπερτζήδες»*, προπορεύονται, για να δουν αν είναι έτοιμοι οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης να υποδεχθούν το γαμπρό και τη συνοδεία του. Ο πρώτος από τους «χαμπερτζήδες» κρατάει στο χέρι του μια «τσιότρα» με κρασί, στολισμένη με πολλά λουλούδια.
Έξω από το χωριό της νύφης τους περιμένουν με τραγούδια οι γονείς, οι συγγενείς και οι γνωστοί της. Τα παιδιά και τα κορίτσια , που περιμένουν και αυτά, φράζουν το δρόμο με ξύλα και σχοινιά, για να μην περάσει ο γαμπρός.
Όταν οι «χαμπαρτζήδες» πλησιάσουν, η μητέρα της νύφης δένει από ένα μαντήλι στο χαλινάρι του αλόγου τους κι αυτοί εν συνεχεία επιστρέφουν στην πομπή, για ν' αναγγείλουν στο γαμπρό ότι τους περιμένουν. Η πομπή, με το γαμπρό και το κουμπάρο μπροστά, ξεκινάει και όταν φθάση στο φράγμα, τα παιδιά και τα κορίτσια εμποδίζουν την πομπή να περάσει λέγοντας στο γαμπρό να τάξη, δηλαδή να δώσει χρήματα. Ο γαμπρός τάζει και τα παιδιά τους αφήνουν και περνούν.
Όταν φθάσουν στο σπίτι, ενώ τα όργανα παίζουν στην αυλή, ο γαμπρός με τον κουμπάρο ανεβαίνουν, για να πάρουν τη νύφη. Οι φίλες όμως της νύφης κλείνουν την πόρτα και δεν τους αφήνουν να μπουν λέγοντας στον κουμπάρο να τάξη. Ο κουμπάρος τάζει και αυτές ανοίγουν την πόρτα. Ο γαμπρός μπαίνει στο δωμάτιο με το δεξί πόδι και μπαίνοντας αυτός μεν προσπαθεί να πατήσει το δεξί πόδι της νύφης, η δε νύφη το δεξί του γαμπρού. Όποιος πατήσει το πόδι του άλλου είναι δυνατότερος και ο άλλος μετά το γάμο πρέπει να υπακούει σ' αυτόν.
Εν συνεχεία μπαίνει στο δωμάτιο η μητέρα της νύφης, έχοντας μια πίττα στο κεφάλι της. Οι φίλες της νύφης ορμούν πάνω της και προσπαθούν ν' αρπάξουν από το ταψί ένα κομμάτι πίττα. Πιστεύουν πως αυτή, που θ' αρπάξει και θα φάει πρώτη την πίττα, αυτή θα παντρευτεί και νωρίτερα από τις άλλες.
Ο κουμπάρος κατόπιν, κρατώντας από την μια άκρη ένα μαντήλι και δίνοντας την άλλη στο γαμπρό και στη νύφη να την κρατήσουν, τους παίρνει και τους οδηγεί στο σαλόνι, όπου βρίσκονται οι γονείς, τ' αδέλφια και οι συγγενείς της νύφης. Η νύφη εκεί τους αποχαιρετάει.
Πρώτα πηγαίνει στον πατέρα της, προσκυνάει τρείς φορές, του φιλάει τρείς φορές το δεξί του χέρι, ξαναπροσκυνάει και κατόπιν ξαναφιλάει πρώτα το δεξί χέρι, ύστερα το αριστερό και πάλι το δεξί. Το ίδιο κάμνει και στη μητέρα της και στους άλλους στενούς της συγγενείς. Την ώρα που τους αποχαιρετάει, τη δίνουν διάφορες ευχές «να ζήσετε» ή «καλή αγάπη να έχετε».
Όταν βγει από το σπίτι, γυρίζει, προσκυνάει τρείς φορές και χύνει κρασί από ένα ποτήρι. Την ώρα, που περνάει το κατώφλι, της ρίχνουν κουφέτα και καρφώνουν στη γη ένα καρφί. Οι φίλες της εν τω μεταξύ τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:
«Αφήνω γεια στο μαχαλά, χαρά στα παλληκάρια,
αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι,
το ένα να πίνει το πρωί, το άλλο το μεσημέρι,
το τρίτο το φαρμακερό, να πίνει, όταν πλαγιάζει.»
Ξεκινούν κατόπιν για την εκκλησία. Μπροστά πηγαίνει ο κουμπάρος, ακολουθεί ο γαμπρός, που τον κρατούν οι «παράγαμπροι», εν συνεχεία η νύφη που την κρατούν κι αυτήν οι φίλες της, και στο τέλος οι άλλοι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί.
Αν στο δρόμο συναντήσουν άλλη γαμήλιο πομπή, οι νύφες κρύβονται, για να μη δη η μία την άλλη. Οι κοπέλες δηλαδή της μιας πομπής κυκλώνουν τη μία νύφη, ώσπου να περάσει η άλλη. Αν όμως, σπάνιο πράγμα, η μία νύφη δη την άλλη, αλλάζουν νομίσματα. Κάθε νερό, που θα συναντήσουν, η νύφη το ασημώνει, ρίχνει δηλαδή μέσα σε αυτό ένα νόμισμα.
Στην πόρτα της εκκλησίας η πομπή σταματάει και οι νύφη προσκυνάει τρείς φορές. Ο ιερέας, που περιμένει τους μελλονύμφους στη πόρτα, παίρνει πρώτα το γαμπρό και τον οδηγεί στο κέντρο της εκκλησίας. Εν συνεχεία, αφού πάρει και οδηγήσει δίπλα στο γαμπρό και τη νύφη, τους ρωτάει αν θέλουν να παντρευτούν.
Τα στεφάνια, που είναι ασημένια ή επίχρυσα, είναι της εκκλησίας. Το ποτήρι με το κρασί το φέρνει ο κουμπάρος. Απ' αυτό πίνουν τρείς φορές ο γαμπρός, τρείς η νύφη και το υπόλοιπο ο κουμπάρος. Μετά το κρασί η κουμπάρα προσφέρει στο γαμπρό και στη νύφη από ένα λουκούμι. Λουκούμια δίνονται και στους άλλους καλεσμένους.
Την ώρα που ο ιερέας βάζει τα στέφανα στους νεόνυμφους, η κουμπάρα ρίχνει στην πλάτη τους «τόπια» υφάσματα. Στο χορό του Ησαΐα τους ραίνουν με «μπιπλιά», που είναι ανακατεμένα με ρύζι και κριθάρι. Τα «μπιπλιά» τα μαζεύουν οι νέοι και οι νέες και τα βάζουν κάτω από το μαξιλάρι του κρεβατιού τους, για να δουν στον ύπνο τους ποιόν ή ποιά θα παντρευτούν. Εάν ο κουμπάρος χτυπήσει τα στέφανα την ώρα της στέψεως, είναι κακό σημάδι. Οι νεόνυμφοι ή δεν θα ζήσουν καλά ή θα χωρίσουν. Μετά το χαιρετισμό η μητέρα του γαμπρού δεν παραμένει στην εκκλησία , για να δεχθή τα συγχαρητήρια των καλεσμένων, αλλά αφού πάρει το ύφασμα που ήταν στους ώμους του γαμπρού και της νύφης, επιστρέφει σπίτι της και ετοιμάζει τρία ψωμιά, μια στάμνα με νερό και μια ποδιά.
Τις λαμπάδες, που κρατούσαν στην εκκλησία ο γαμπρός και η νύφη, τις παίρνει μετά τη στέψη ένα κοριτσάκι και τις φέρνει αναμμένες στο σπίτι του γαμπρού, όπου η μητέρα του τις σβήνει μέσα σ' ένα ποτήρι με κρασί και τις τοποθετεί στο εικονοστάσι. Αυτές ύστερα από δεκαπέντε μέρες τις επιστρέφουν στην εκκλησία.
Μετά την στέψη οι νεόνυμφοι και όλοι οι καλεσμένοι, με τα όργανα μπροστά, επιστρέφουν εν πομπή στο σπίτι του γαμπρού. Όταν φθάνουν κοντά τραγουδούν:
«Άνοιξε, μάνα, άνοιξε
στρώσε διπλά τα στρώματα
διπλά και τα παπλώματα
ο γιός σου φέρνει πέρδικα»
Στην εξώπορτα η νύφη προσκυνάει τρείς φορές και κατόπιν μπαίνει πατώντας σε ένα αλετροσίδερο. Σ' αυτό πατούν και όλοι οι άλλοι, που εν συνεχεία μπαίνουν. Στην εσωτερική πόρτα την περιμένει η πεθερά της. Μπροστά της η νύφη προσκυνάει τρείς φορές και της φιλάει το χέρι και στους ώμους. Η πεθερά την φιλάει κι αυτή και κατόπιν της κρεμνάει στο λαιμό το φλουρί, της δένει την ποδιά, της δένει στο δεξί χέρι το σταμνί με το νερό και τέλος βάζει στην ποδιά της τα τρία ψωμιά. Ανεβαίνοντας η νύφη στο δωμάτιο της χύνει στη σκάλα το νερό με το σταμνί και στο τελευταίο σκαλοπάτι το σπάει. Αν αυτό σπάσει πιστεύουν πως η νύφη είναι παρθένος. Εν συνεχεία η πεθερά δίνει στη νύφη ένα φλιτζάνι με μέλι και η νύφη μπαίνοντας στο νυφικό της δωμάτιο αλείφει μ' αυτό την πόρτα. Μετά την νύφη μπαίνει στο δωμάτιο ο γαμπρός, ο κουμπάρος και οι άλλοι συγγενείς. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι κάθονται στο σαλόνι.
Μετά το κέρασμα μια φίλη της νύφης φέρνει και δίνει στον κουμπάρο ένα κλωνάρι δάφνης. Κρατώντας αυτό ο κουμπάρος βγαίνει και κάθεται στη σάλα. Ύστερα από λίγο βγαίνει και η νύφη. Ο κουμπάρος σηκώνει τα τέλια από το πρόσωπο της και τα ρίχνει προς τα πίσω. Την ίδια ώρα, που ο κουμπάρος «ανοίγει» τα τέλια, οι φίλοι του γαμπρού σφίγγουν μ' ένα μαντήλι το λαιμό του, ώσπου να τάξη ένα ψητό ή μία διασκέδαση. Εν συνεχεία η πεθερά δίνει στη νύφη ένα μπρίκι με νερό κι αυτή ρίχνει απ' αυτό νερό στον κουμπάρο να πλυθεί. Τα παιδιά και τα κορίτσια όμως ρίχνουν στάχτη στα χέρια του, ώσπου και πάλι τάζει.
Ακολουθεί κατόπιν χορός με όργανα. Πρώτος χορεύει ο κουμπάρος και εν συνεχεία η νύφη, ο γαμπρός, τα πεθερικά και οι άλλοι συγγενείς και γνωστοί.
Μετά το χορό τα όργανα, αφού συνοδέψουν τον κουμπάρο και τους γονείς της νύφης στα σπίτια τους, επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού και ξεκουράζονται.
Όταν φύγουν όλοι μια γριά «πρωτοστέφανη», έμπιστη της οικογένειας, παίρνει τους νεόνυμφους και τους οδηγεί σ' ένα δωμάτιο, όπου είναι στρωμένο το τραπέζι. Το μόνο φαγητό πάνω σ' αυτό είναι το ρύζι, για να φάνε απ' αυτό οι νεόνυμφοι και να ριζώσουν. Η γριά τους δίνει την πρώτη κουταλιά και εν συνεχεία τρώνε μόνοι τους.
Το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού ακολουθεί γλέντι. Όταν οι νεόνυμφοι τελειώσουν το φαγητό, τα όργανα πηγαίνουν και παίρνουν πρώτα τον κουμπάρο και ύστερα τους γονείς και συγγενείς της νύφης και τους συνοδεύουν στο σπίτι του γαμπρού. Ο κουμπάρος φέρνει μαζί του ψητά αρνιά και γλυκίσματα. Οι νεόνυμφοι τους υποδέχονται στην εξώπορτα του σπιτιού τους και τους οδηγούν στα καλοστρωμένα δωμάτια.
Στρώνονται κατόπιν τα τραπέζια και σερβίρονται τα φαγητά του γαμπρού. Οι νεόνυμφοι δεν κάθονται στο τραπέζι. Κάπου - κάπου το φαγητό διακόπτεται και οι καλεσμένοι τραγουδούν. Ένα από τα τραγούδια είναι και το παρακάτω:
«Για δέστε με πως στέκομαι, σαν ξένος, σαν διαβάτης
όποιος περάσει και με δει, θαρρεί ντέρτι δεν έχω,
μα εγώ έχω ντέρτι στην καρδιά, στα χείλη μου φαρμάκι»
Ύστερα από τα φαγητά του γαμπρού σερβίρονται τα ψητά αρνιά του κουμπάρου. Ο κουμπάρος παίρνει το κόκκαλο του πισινού ποδιού, το τυλίγει σε μια πετσέτα και προσπαθεί να το σπάσει. Αν το σπάσει πιστεύουν πως η νύφη είναι παρθένος. Εν συνεχεία μπαίνει η αρχιμαγείρισσα κρατώντας τη μεγάλη κουτάλα. Αρχίζοντας από το κουμπάρο περνάει απ' όλους τους καλεσμένους κι αυτοί ρίχνουν χρήματα μέσα στην κουτάλα. Αυτά τα παίρνει η αρχιμαγείρισσα και τα μοιράζεται με τις γυναίκες, που βοήθησαν στην ετοιμασία των φαγητών.
Μετά το φαγητό αρχίζει ο χορός με όργανα και τραγούδια. Τότε λέγεται και το παρακάτω τραγούδι:
«Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε, να χαρούμε,
σ' αυτό τον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιός να ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε,για σ' άλλον κόσμο πάμε»
Μετά το γλέντι πρώτος φεύγει ο κουμπάρος. Τα όργανα τον συνοδεύουν ως το σπίτι του και εν συνεχεία επιστρέφουν και συνοδεύουν και τους γονείς της νύφης στο δικό τους.
Όταν όλοι φύγουν, η πρωτοστέφανη γριά στρώνει το νυφικό κρεβάτι και οδηγεί σ' αυτό τους νεόνυμφους. Κάθεται λίγο μαζί τους, τους λέει τι πρέπει να κάμουν και εν συνεχεία βγαίνει από το δωμάτιο και περιμένει έξω από την πόρτα. Αν αργήσουν, η γριά χτυπάει την πόρτα και τους φωνάζει «ακόμα, ακόμα
». Όταν τελειώσουν, ο γαμπρός ανοίγει την πόρτα και η γριά μπαίνει, για να δει τα σημάδια, αν δηλαδή η νύφη είναι παρθένος ή όχι. Αν συμβαίνει το πρώτο, η γριά βγαίνει από το δωμάτιο και σπάζει ένα μπουκάλι ή μια στάμνα, για να καταλάβουν οι γονείς του γαμπρού ότι η νύφη τους είναι παρθένος. Αν όχι, δεν σπάζει τίποτα, καλεί ιδιαιτέρως τους γονείς του γαμπρού και τους λέει τα δυσάρεστα νέα.
Όταν τα «σημάδια» είναι καλά, οι νεόνυμφοι ντύνονται και βγαίνουν στο σαλόνι, όπου τους περιμένουν οι σπιτικοί τους. Εκεί η νύφη χύνει από ειδικό «μπρίκι» νερό σ' όλους με τη σειρά να πλυθούν και τους δωρίζει από ένα προσόψιο της προίκας της να σκουπισθούν. Κατόπιν τους κερνάει ούζο, γλυκό και καφέ και όλοι εν συνεχεία πηγαίνουν να κοιμηθούν.
Τα μετά του γάμου
Τη Δ ε υ τ έ ρ α , πρωί πρωί η αρχιμαγείρισσα παίρνει ένα μπουκάλι με ούζο, στολισμένο με λουλούδια και τέλια, ρίχνει μέσα ζάχαρη και πηγαίνει στον κουμπάρο, στους γονείς της νύφης και τους στενούς συγγενείς, για να διαλαλήσει το ευχάριστο γεγονός, ότι η νύφη ήταν παρθένος. Κερνάει σ' όλους ούζο κι αυτοί της δίνουν δώρα γι αυτήν και για τη νύφη. Φορτωμένη δώρα, επιστρέφει εν συνεχεία στο σπίτι του γαμπρού.
Τη Δευτέρα επίσης το πρωί μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού, της νύφης και της κουμπάρας οι γυναίκες και ετοιμάζουν διάφορα γλυκίσματα. Αυτά τα παίρνουν και λίγο αργότερα μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού και τα τρώνε.
Όταν φύγουν οι γυναίκες μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού οι φίλοι του. Σ' αυτό έρχονται και τα όργανα και για αρκετές ώρες διασκεδάζουν. Εν συνεχεία εν πομπή και με τα όργανα μπροστά, έχοντας στη μέση το γαμπρό, γυρίζουν σ' όλο το χωριό.
Τη Δευτέρα το βράδυ μετά το φαγητό ο πατέρας του γαμπρού μπροστά σ' όλη την οικογένεια δίνει στο γιό του ένα τσιγάρο να καπνίσει. Αυτό σημαίνει πως από τη στιγμή εκείνη ο γαμπρός είναι ελεύθερος να καπνίζει μπροστά στους γονείς του.
Την Τ ε τ ά ρ τ η το απόγευμα μαζεύονται στο σπίτι του γαμπρού οι φίλες της νύφης, για να την παν στη βρύση. Η νύφη φοράει το νυφικό της φόρεμα, κρεμνάει τα τέλια στη δεξιά μεριά και παίρνει στο χέρι της μια στάμνα. Αργά το απόγευμα ξεκινάν για τη βρύση. Μπροστά πηγαίνουν τα όργανα, ακολουθεί η νύφη, που την κρατάει η αδελφή του γαμπρού ή μια φίλη της, και εν συνεχεία τα άλλα κορίτσια. Στη βρύση η νύφη προσκυνάει τρείς φορές και ρίχνει στο νερό νομίσματα. Αυτά όταν η νύφη φύγει τα μαζεύουν τα παιδιά. Κατόπιν γεμίζει τη στάμνα, ρίχνει σ' όλα τα κορίτσια να πλυθούν, την ξαναγεμίζει και εν πομπή από άλλο δρόμο τώρα επιστρέφουν στο σπίτι. Απ' όπου η νύφη περνάει, οι γυναίκες και τα κορίτσια βγαίνουν στα παράθυρα και στις πόρτες και της ρίχνουν ρύζι, για να ριζώσει. Όταν φθάσουν στο σπίτι, ρίχνει στον πεθερό, και στη πεθερά της νερό να πλυθούν και τους κερνάει γλυκό και καφέ. Ακολουθεί εν συνεχεία γλέντι ως τα μεσάνυχτα.
Το Σ ά β β α τ ο το απόγευμα γίνονται τα «αποστροφίκια», επιστρέφει δηλαδή η νύφη στο πατρικό της σπίτι. Μαζί της έρχεται και ο γαμπρός. Στη μητέρα της φέρνει δώρο μια πίττα, ένα τσουρέκι και μια τσότρα με κρασί. Αργά το απόγευμα ο πατέρας της νύφης παίρνει το γαμπρό και βγαίνουν βόλτα, ενώ η νύφη και η μητέρα της πηγαίνουν επισκέψεις σε συγγενικά τους σπίτια.
Την Κ υ ρ ι α κ ή το πρωί η μητέρα του γαμπρού περνάει κι από το σπίτι των γονέων της νύφης, παίρνει το γαμπρό, τη νύφη και τους γονείς της και πηγαίνουν στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία η μητέρα του γαμπρού και νύφη κάνουν επισκέψεις σε συγγενικά τους σπίτια, όπου δωρίζουν στη νύφη διάφορα μικροαντικείμενα, πιρούνια, κουτάλια, φλιτζάνια κ.τ.λ.
Τη δεύτερη Κ υ ρ ι α κ ή μετά το γάμο η μητέρα του γαμπρού, η μητέρα της νύφης και η κουμπάρα ετοιμάζουν γλυκά κόλλυβα και μαζί με τους νεόνυμφους τα πηγαίνουν στη εκκλησία. Μετά το «πιστεύω» ο επίτροπος της εκκλησίας κρατώντας μια αναμμένη λαμπάδα, πηγαίνει το δίσκο στους νεόνυμφους κι αυτοί ρίχνουν χρήματα. Ο ιερέας στο τέλος της εκκλησίας διαβάζει τα κόλλυβα και εν συνεχεία, ενώ η νύφη φιλάει το χέρι του καθενός, η μητέρα της, η μητέρα του γαμπρού και η κουμπάρα ακολουθούν και μοιράζουν τα κόλλυβα.
Προτού χρονίσει η νύφη, δεν πηγαίνει σε κηδείες ούτε σε μνημόσυνα. Επίσης τόσο στο πατρικό της σπίτι, όσο και στο δικό της, δεν βάζουν γλώσσα.
Προυξιντάδες: Είναι δύο - τρείς άνδρες ή γυναίκες περασμένης ηλικίας
Τράχωμα: Προίκα σε μετρητά (μεσαιωνικό ρήμα τραχώνω = προικίζω με τραχύ νόμισμα)
Τσιμπέρια: Γυναικείος κεφαλόδεσμος, τουρκικό tsember.
Μπράτ' μος : Μπράτιμος = στενός φίλος
Κνά : Κινά = κόκκινη βαφή, τουρκική λέξη gina.
Γαρόφαλα: γαρόφαλον = γαρίφαλο
Τσότρα : ξύλινο δοχείο τουρκικά cotra , ιταλικά ciotola.
Λουκούμια : μικρά ψωμάκια που τα αλείφουν με μέλι και τα προσφέρουν στους καλεσμένους.
Λεγένι : τουρκικά legen ίσως το ελληνικό λεκάνη.
Πεστεμάλι : πετσέτα του μπάνιου τουρκικά pestemal.
Δέσουν : Ο πληροφοριοδότης Θωμάς Αντίτσας με τρόμο διηγείται κάτι που συνέβη σ' ένα χωριανό του εδώ και 50 χρόνια «Τον Κώστα, το παιδί ενός πλούσιου χωριανού μας» λέγει ο μπάρμπα- Θωμάς, «τον έδεσε πολύ γερά μια γριά μαγίστρα, που την πλήρωσε πέντε λίρες ένας νέος, ερωτευμένος με το κορίτσι, που ο Κώστας παντρεύτηκε. Σαράντα μέρες ο Κώστας έβλεπε τη γυναόκα του και έτρεμε, ούτε ήταν δυνατόν να την πλησιάσει. Στα χαμένα οι δικοί του έτρεχαν σε γιατρούς και κομπογιαννίτες. Ευτυχώς βρήκαν ένα μάγο, γερώτερο στην τέχνη από την γριά μαγίστρα, που κατάφερε και γιατρεψε τον Κώστα σε σαράντα μέρες.»
Πουτούρι : ανδρικό παντελόνι τουρκικό potur.
Αντερί : μακρύ ανδρικό φόρεμα τουρκικό entari.
Φέσι : τουρκικό fes από την πόλη Fez πρωτεύουσα του Μαρόκου.
Χαμπερτζήδες: χαμπάρι = είδηση τουρκικό haber.